Χριστιανική Ιεραποστολή και Πανορθόδοξη Σύνοδος

“Πάντα τα Έθνη”, 136/2015, 3-10

 

Δημήτρης Κεραμιδάς

 

Όπως είναι γνωστό, ο ορθόδοξος κόσμος βρίσκεται καθ’ οδόν προς την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η έναρξη της οποίας έχει προσδιορισθεί για την Πεντηκοστή του 2016. Πρόκειται, δίχως αμφιβολία, για ένα ύψιστο ιστορικό γεγονός, που θα συνενώσει τις Ορθόδοξες Πατριαρχικές και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος φιλοδοξεί να δώσει μαρτυρία της ενότητας της Ορθοδοξίας, να θεραπεύσει εσωτερικές αδυναμίες, να διατρανώσει το άνοιγμά της στον κόσμο, την ανανέωση της ποιμαντικής και πνευματικής της ζωής, σε συνάρτηση με τις υπαρξιακές αναζητήσεις, τα φλέγοντα ερωτήματα, τα μεγάλα διλήμματα και τους προβληματισμούς του 20ου και 21ου αιώνα.

Ως προς το τελευταίο, η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του 2008 (Φανάρι) είχε επισημάνει πως «η Eκκλησία του Χριστού ασκεί σήμερον την διακονίαν αυτής εις ένα ταχύτατα εξελισσόμενον κόσμον, ο οποίος καθίσταται πλέον αλληλένδετος χάρις εις τα μέσα επικοινωνίας καί την εξέλιξιν των συγκοινωνιακών μέσων και της τεχνολογίας»[1]. Πράγματι, η παγκόσμια ιεραποστολή βρίσκεται σήμερα ενώπιον ενός ραγδαία μεταβλητού και αβέβαιου περιβάλλοντος, όπου η οικονομική κρίση επαναφέρει δραματικά το φαινόμενο της φτώχειας και της ανέχειας, όπου αμφισβητείται η ηθική ακεραιότητα των δυτικών κοινωνιών, όπου πανάρχαιες χριστιανικές εστίες ξεριζώνονται με τον πιο βίαιο και αποτρόπαιο τρόπο και όπου άνθρωποι διώκονται εξαιτίας της θρησκευτικής τους πίστης.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν είχαν σκοπό να υποστηρίξουν πως η ιεραποστολή βρίσκεται σε αδιέξοδο ή πως είναι αδύναμη να προωθήσει τους στόχους της. Αντιθέτως, οι ορθόδοξοι Προκαθήμενοι αισθάνθηκαν το χρέος να επισημάνουν «τήν σπουδαιότητα, τήν οποίαν εχει διά τήν ζωήν της Εκκλησίας καί, ειδικώτερον, διά τήν διακονίαν πάντων ημών, τό χρέος της ιεραποστολής, συμφώνως πρός τήν τελευταίαν εντολήν του Κυρίου: “καί εσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε τη Ιερουσαλήμ καί πάση τη Ιουδαία καί Σαμαρεία καί εως εσχάτου της γης” (Πράξ. 1,8). Ο ευαγγελισμός του λαού του Θεού, αλλά καί των μή πιστευόντων εις Χριστόν, αποτελεί υπέρτατον χρέος της Εκκλησίας» (§3). Ως θεία εντολή, λοιπόν, η ιεραποστολή είναι συνεχώς παρούσα στον κόσμο και αναζωογονείται, παρά τις δυσκολίες, από την αναστάσιμη ευλογία του Χριστού.

Συνεπώς, η πορεία προς την Πανορθόδοξη Σύνοδο δεν αφήνει αδιάφορη ή αμέτοχη την ορθόδοξη ιεραποστολή. Σε προηγούμενα σημειώματά μας ενθυμίσαμε πως η ιεραποστολή δεν αφορά μονάχα όσους δεν έχουν ακούσει ακόμα να γίνεται λόγος για τον Χριστό, αλλά εκτείνεται εξίσου σε εκείνες τις ανθρώπινες και κοινωνικές πραγματικότητες που βρίσκονται σε μια κατάσταση «προ Χριστού»[2]. Συνεπώς, το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας αφορά όλες τις περιφέρειες του κόσμου. Εξάλλου, η παγκοσμιότητα της χριστιανικής πίστης δεν μπορεί να περιορίσει γεωγραφικά την ιεραποστολή μόνο εκεί όπου υπάρχει όντως η ανάγκη ενός εντονότερου ευαγγελιστικού έργου, εξαιρώντας από την ιεραποστολική ευθύνη όσους ζουν σε κοινωνίες όπου υπάρχει ήδη μια εμπεδωμένη χριστιανική παρουσία. Η ιεραποστολή ενσαρκώνεται τόσο εκεί όπου ο Χριστιανισμός διαθέτει μια στέρεα βάση, όσο και εκεί όπου υπάρχει ανάγκη ηθικής, ψυχικής και πνευματικής στήριξης για τη στερέωση των νέων χριστιανικών κοινοτήτων. Ο δεσμός αυτός διαμορφώνει ένα πλαίσιο «σχεσιακής αμοιβαιότητας»· οι νέες ηλικιακά Εκκλησίες ανανεώνουν με τον ενθουσιασμό και την πνευματική τους θέρμη τις ιστορικές Εκκλησίες, υπενθυμίζοντας στις τελευταίες ότι οι ευαγγελικές αξίες δεν δικαιολογούν κανενός είδους απογοήτευση ή πνευματική κόπωση, αλλά ότι σε κάθε στιγμή μπορούν να κομίσουν γόνιμους καρπούς, ακόμα και στις πιο απρόσμενες συγκυρίες της ζωής. Υπό την ίδια οπτική, τα προβλήματα μιας τοπικής Εκκλησίας, ακόμα κι αν φαντάζουν μακρινά, ασήμαντα ή δεν αφορούν μια άλλη Εκκλησία, (οφείλουν να) γίνονται κοινή αγωνία για όλο τον ορθόδοξο κόσμο, αφού το ένα σώμα του Χριστού (Α΄ Κορ. 12,27) συμπάσχει, συν-αγωνιά και συ-σταυρώνεται, ώστε τελικά να συν-αναστηθεί λυτρωτικά μαζί Του. Κατά μία έννοια, ο Χριστός, ως κεφαλή, θέλει όλα τα μέλη ενωμένα μαζί Του, ώστε από κοινού να πορευθούν τη ευαγγελική οδό που και ο Ίδιος διήλθε, να γίνουν όχι ακροατές, αλλά εργάτες του Ευαγγελίου (Ιακ. 1,25) που να ζωογονούν έμπρακτα και να μην νεκρώνουν τη χριστιανική πίστη (Ιακ. 2,17). Για παράδειγμα, εάν τα μέλη κάποιων τοπικών Εκκλησιών υπόκεινται διώξεις ή δοκιμάζονται από φυσικές κακουχίες και κοινωνικές ταραχές, ο, φαινομενικά, απόμακρος εκείνος πόνος γίνεται οικείος στα υπόλοιπα τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, τα οποία συντρέχουν προς θεραπεία των προβλημάτων, ώστε η ωφέλεια του Αγίου Πνεύματος να γίνει καρπός που όλοι να μπορούν να γευθούν.

Τελικά, η ιεραποστολή παρουσιάζεται σαν μια «ολότητα», με άλλα λόγια σαν έργο της «όλης» της Εκκλησίας, όπου το μέλος μιας ιστορικής και εμπερίστατης Εκκλησίας συνδέεται αναπόσπαστα, μυστηριακά και πραγματικά, με το μέλος μιας άλλης λεγόμενης «ιεραποστολικής Εκκλησίας». Έτσι, κατά το αίτημα της Κυριακής προσευχής, ο ευχαριστιακός άρτος μεταβάλλεται σε επιούσια ζύμη ζωής τόσο των δοκιμαζόμενων και αναδυόμενων όσο και των ιστορικών ή σε πνευματικά κρίση χριστιανικών κοινοτήτων.

Τα παραπάνω αναφέρθηκαν ώστε να τεκμηριωθεί η αυτονόητη και οργανική ένταξη της ιεραποστολής στην εκκλησιαστική εμπειρία και συνοδική ζωή της Εκκλησίας και η ανάγκη ώστε ο λόγος περί της (ιεραποστολικής) μαρτυρίας της Ορθοδοξίας στον κόσμο να μην τεθεί εκτός των αναζητήσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε αν όντως στο έργο της Πανορθόδοξης έχει προβλεφθεί να συμπεριληφθεί μια αναφορά που ν’ αφορά την ιεραποστολή και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να δούμε ποιό είναι το περιεχόμενο αυτής.

Κατά την προπαρασκευαστική της Συνόδου περίοδο, οι ορθόδοξοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να συζητήσουν το ζήτημα της σύγχρονης ιεραποστολής, όχι τόσο για να επιβεβαιωθεί η – αυτονόητη όσο και διαχρονική – ανάγκη να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο του Χριστού στον κόσμο (κάτι που δεν χρήζει συνοδικής έγκυρης, έχοντας θεμελιωθεί από τον ίδιο τον Κύριο), όσο κυρίως για να ερευνηθούν τα νέα πεδία όπου πραγματώνεται σήμερα η ορθόδοξη ιεραποστολική μαρτυρία. Έτσι, βλέπουμε πως η Α΄ Προσυνοδική Διάσκεψη (Σαμπεζύ, Ελβετία, 1976), που καθόρισε την ημερήσια διάταξη της Πανορθόδοξης Συνόδου, ανέγραψε ως δέκατο κατά σειρά θέμα αυτό της «συμβολής των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στην επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και την άρση των φυλετικών διακρίσεων». Το ζήτημα αυτό μαζί με το όγδοο και το ένατο θέμα (υπό τον τίτλο, αντιστοίχως, «σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς το λοιπό χριστιανικό κόσμο» και «Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνηση») ανήκουν σε μια ευρύτερη θεματική ενότητα που αφορά το άνοιγμα και τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον κόσμο[3]. Εν συνεχεία, η Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη (Σαμπεζύ 1986), συνέταξε ένα κείμενο υπό τον εξής, ελαφρά τροποποιημένο σε σχέση με το 1976, τίτλο: «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων». Τέλος, η πρόσφατη Ε΄ Προσυνοδική Διάσκεψη (Σαμπεζύ 2015) επεξεργάστηκε την απόφαση της Γ΄ Προσυνοδικής, δίχως να αλλοιώσει ριζικά την ουσία ή το περιεχόμενό της, καταθέτοντας το εισηγητικό κείμενο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω. Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων». Πρόκειται για το κείμενο που θα φτάσει στα χέρια των συνοδικών πατέρων ad referendum, οι οποίοι θα αποφασίσουν, ως φορείς των φρονήματος των κατά τόπους Εκκλησιών των οποίων προΐστανται, την έγκριση ή και πιθανές βελτιώσεις και τροποποιήσεις του.

Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως στο κείμενο του 2015 ο τίτλος της απόφασης της Γ΄ Προσυνοδικής Διάσκεψης του 1986 παραμένει ακέραιος μεν, αλλά μεταφέρεται ως υπότιτλος, ενώ ως κύριος τίτλος προτάσσεται πλέον «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω». Αυτό, κατά την άποψή μας, υπογραμμίζει πλέον φανερά τον οργανικό δεσμό της προσυνοδικής διαδικασίας με την καθόλου ιεραποστολή της Εκκλησίας, γεγονός που ούτως ή άλλως υπονοούνταν τόσο από την ορισθείσα από το 1976 συνοδική θεματολογία όσο και από το περιεχόμενο του κειμένου του 1986. Συνεπώς, επιβεβαιώνεται πως η ιεραποστολή (υπό το πρίσμα της ορθόδοξης μαρτυρίας) θα συμπεριληφθεί στις συνοδικές συζητήσεις. Άρα, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε είναι καταφατική[4]. Στις επόμενες σελίδες, λοιπόν, θα εξετάσουμε συνοπτικά το περιεχόμενο της εισηγητικής απόφασης του 1986 (καθώς το κείμενο του 2015 δεν έχει δημοσιοποιηθεί), τις κύριες θεολογικές ιδέες και πρακτικές-ιεραποστολικές κατευθύνσεις της[5].

Το κείμενο διακρίνεται σε 8 επιμέρους θεματικές παραγράφους: α) Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, θεμέλιο για την ειρήνη, β) η αξία της ανθρωπίνης ελευθερίας, γ) αποστολή της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, δ) περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ε) η ειρήνη ως αποτροπή του πολέμου, στ) Φυλετικές και λοιπές διακρίσεις, ζ) αδελφοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ των λαών και η) η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας: μαρτυρία αγάπης εν διακονία[6]. Οι παράγραφοι δεν χωρίζουν νοηματικά το κείμενο, αλλά προβάλλουν τους τομείς όπου αποκτά ψηλαφητό περιεχόμενο η ορθόδοξη ανθρωπολογία και ξεπροβάλλει η πανανθρώπινη και ελπιδοφόρα αξία των χριστιανικών ιδεωδών σε αναφορά με τις οδυνηρές περιστάσεις του σημερινού κόσμου. Οι ορθόδοξοι εκπρόσωποι, μιλώντας εξ ονόματος όλων των κατά τόπους Εκκλησιών, αποτύπωσαν «εις εν πρώτον κείμενον τας θεμελιώδους αντιλήψεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί των κύριων αυτών προβλημάτων, άτινα απασχολούν την παγκόσμιον κοινήν γνώμην και κατακαίουν τας ψυχάς των πιστών μελών της Εκκλησίας», τα οποία «αισθάνονται επιτακτικωτέραν την ανάγκην να ακούσουν την αυθεντικήν φωνήν της Εκκλησίας των επ’ αυτών και να ιδούν ταύτην λαμβάνουσαν θέσιν, σαφή και συγκεκριμένη»[7].

Το κείμενο, αν ιδωθεί στο σύνολό του, δεν επιδιώκει να επιβάλει άνωθεν και διδακτικά κανόνες ηθικής συμπεριφοράς, ούτε προχωρά σε ουδέτερες αναφορές περί ειρήνης, δικαιοσύνης και συναδέλφωσης. Οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι που το υπογράφουν έχουν την επίγνωση ότι η πίστη και η προφητική συνείδηση της Εκκλησίας επιβάλλει την ενσάρκωση του Ευαγγελίου εκεί ακριβώς όπου οι αρχές αυτές δοκιμάζονται και διακινδυνεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και εκεί όπου κυριαρχούν διχασμοί, εντάσεις και διενέξεις. Κατά μία έννοια, το κείμενο προηγείται των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών οι οποίοι, με αγωνιώδη τρόπο, διακήρυξαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες το χρέος, καταρχήν των ορθοδόξων και εν συνέχεια όλης της ανθρωπότητας, να εκριζωθεί ο θρησκευτικός φανατισμός, να εξαλειφθεί ο εθνικισμός, να συναντηθούν ειρηνικά οι λαοί και να διαλεχθεί ο Χριστιανισμός με τις άλλες θρησκείες.

 

Η αρχική τοποθέτηση του κειμένου βλέπει την Εκκλησία να φανερώνεται στον κόσμο, να πορεύεται στην ιστορία, να την μεταμορφώνει σε χώρο όπου πραγματώνεται η σωτηρία. Το περιεχόμενο της ιεραποστολής είναι ο άνθρωπος, ως «κορύφωσις και συγκεφαλαίωσις της θείας δημιουργίας» και ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Η Εκκλησία υπάρχει θυσιαστικά, κενωτικά και αγαπητικά για τον άνθρωπο, διαβλέποντας την ανάγκη ν’ αποκατασταθεί η κτίση στην προπτωτική της κατάσταση και να επανέλθει η σχέση και η ειρήνη με το Θεό. Η αποκατάσταση του ανθρώπου «εις το αρχέγονον μεγαλείον και κάλλος του “κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” εταυτίσθη απολύτως με την αποστολήν της (=Εκκλησίας)» (Α.2). Αυτό σημαίνει: α) τη «διαφύλαξιν της αυθεντικότητος και της πληρότητος της χριστιανικής διδασκαλίας δια τον άνθρωπον και την σωτηρίαν του», β) την προάσπιση της ιερότητας και θειότητας του ανθρωπίνου προσώπου, ως εμβάθυνση του μυστηρίου της θείας οικονομίας και γ) τη διακονία της χριστιανικής διδασκαλίας υπέρ της ιερότητας του ανθρωπίνου γένους, που είναι «ανεξάντλητος πηγή κάθε χριστιανικής προσπάθειας δια την περιφρούρησιν της αξίας και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου» (Α.2-3).

Να σημειωθεί πως το κείμενο κάνει λόγο για την «ιερότητα του ανθρωπίνου γένους», αποφεύγοντας να περιοριστεί μόνο στο ορθόδοξο πλήρωμα. Αντίθετα, η διάθεση είναι να προχωρήσει η Ορθοδοξία, ως συνεργός του Θεού, στη διακονία όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως (Α.6). Έτσι, προσκαλεί στη διαχριστιανική συνεργασία (Α.4) και τη συνεννόηση με όσους από τις άλλες θρησκείες αγαπούν και εργάζονται για την ειρήνη (Α.5) ώστε, αποκλείοντας τον συγκρητισμό και την επιβολή της μιας θρησκείας πάνω στην άλλη, ν’ απαλειφθεί ο μεταξύ των θρησκειών και λαών φανατισμός και να συμφιλιωθούν οι λαοί στα αγαθά της ειρήνης και της ελευθερίας. Μια τέτοιου είδους διακονία, τονίζεται, είναι εντολή Θεού (Α.6)!

Ό,τι ισχύει για την προάσπιση της ειρήνης, αφορά αυτονοήτως την υπεράσπιση της ελευθερίας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η έννοια της ελευθερίας θεμελιώνεται, από χριστιανικής πλευράς, στην ιδέα της «οντολογικής ενότητας του ανθρωπίνου γένους» (Β.1), που πηγάζει και διατηρείται μέσω της κοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό. Αυτή η συσχέτιση μεταξύ θείου και ανθρωπίνου στοιχείου δεν ακρωτηριάζει την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά την θεραπεύει και την εντάσσει στο απολυτρωτικό σχέδιο του Θεού (Β.2). Ως θείο δώρο και μέσω της υπακοής στο Θεό, η ελευθερία οδηγεί, αναβατικά, στην ανθρώπινη τελειότητα· απεναντίας, στο βαθμό που εκδηλώνεται ως παρακοή και αυτονόμηση του ανθρώπου από το Θεό προκαλεί το φυσικό, κοινωνικό κακό (εκκοσμίκευση, βία, πόλεμος, ανισότητα, καταπίεση θρησκευτικής ελευθερίας, βίαιες μεταναστεύσεις πληθυσμών, πυρηνικοί εξοπλισμοί κτλ.). Και πάλι το κείμενο δεν μένει αμέτοχο του ανθρώπινου πόνου και των παγκόσμιων κοινωνικών προβλημάτων ούτε αποστασιοποιείται από αυτά. Η αναφορά στα παγκόσμια προβλήματα δηλώνει τη συνειδητοποίηση της τραγικότητας του σημερινού κόσμου. Παρόλ’ αυτά, το παγκόσμιο κακό δεν εξετάζεται καθαυτό, αλλ’ ως επιφαινόμενο της αμαρτίας και της απόστασης από το Θεό: «Η αμαρτία είναι πνευματική ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι αι ταραχαί, αι έριδες, οι πόλεμοι με τας τραγικάς των συνεπείας. Η Εκκλησία επιδιώκει να εξάλειψη όχι μόνον τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθενείας, αλλά και την αιτίαν αυτών, την αμαρτίαν» (Δ.5). Η οντολογική ενότητα της ανθρωπότητας και η ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου (έτσι όπως διασώζονται στο κήρυγμα, τη θεολογία, τη λατρεία, την ποιμαντορική ζωή της Εκκλησίας [B.2]), συνεπάγονται την ανάγκη επαναθεώρησης της εκκοσμικευμένης, ορθολογιστικής αντίληψης της ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία βασίζεται μεν στη ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά συχνά παραμελεί να υπενθυμίσει τις ηθικές και κοινωνικές ευθύνες των χριστιανών και της ανθρωπότητας.

Συνοπτικά, οι κατεξοχήν χριστιανικές ιδέες της εν Χριστώ πρόσληψης ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (Γαλ. 3,28), της εν Χριστώ ανακεφαλαίωσης των πάντων (Εφ. 1,10) και της εν Χριστώ καταλλαγής του ανθρώπου με τον ουράνιο Πατέρα αναδεικνύουν την ύψιστη αξία του ανθρωπίνου προσώπου και είναι στη βάση της ορθόδοξης μαρτυρίας και του διεθνούς διαλόγου γύρω από την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα (Γ.1).

Προκύπτει, ωστόσο, το ερώτημα: πώς μετουσιώνονται οι παραπάνω αρχές στην ιεραποστολική ζωή; Εδώ πρέπει καταρχήν να ειπωθεί ότι οι αξίες της οντολογικής ενότητας, της ιερότητας και της ανακεφαλαίωσης του ανθρώπου και του κόσμου σημαίνουν, κατά κύριο λόγο, ότι ο ορίζοντάς της ειρήνης, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης είναι παγκόσμιος κι όχι μυωπικά τοπικός ή στενά εθνικός. Με άλλα λόγια, η χριστιανική ιεραποστολή δεν εφησυχάζει όταν πέραν του εθνικού ορίζοντα υπάρχουν εστίες ανελευθερίας, αδικίας και πολέμου. Επίσης, η παγκοσμιότητα των χριστιανικών ιδεωδών δηλώνει πως όπου οι άνθρωποι  – ακόμα κι δεν ανήκουν στο Χριστιανισμό – προασπίζονται οι αρχές της ειρήνης, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης εκεί επικρατεί το θέλημα του Πατέρα για τον κόσμο, η αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο και τα δώρα του Αγίου Πνεύματος για τις ανθρώπινες κοινότητες: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καθήκον αυτής να επικροτή παν ό,τι εξυπηρετεί πράγματι την ειρήνην (Ρωμ. 14,19) και ανοίγει την οδόν προς την δικαιοσύνην, την αδελφοσύνην, την αληθή ελευθερίαν και την αμοιβαίαν αγάπην μεταξύ όλων των τέκνων του ενός ουρανίου Πατρός ως και μεταξύ όλων των λαών, των αποτελούντων την ενιαίαν ανθρωπίνην οικογένειαν» (Δ.6). Για τους χριστιανούς, οι αρχές αυτές γίνονται αληθινά παγκόσμιες στην προοπτική του αγκαλιάσματος της ανθρωπότητας από το Χριστό: «Η ειρήνη του Χριστού είναι ο ώριμος καρπός της εν αυτώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων της αναδείξεως της ιερότητος και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου ως εικόνος Θεού· της προβολής της οργανικής ενότητος· εν αυτώ του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου·της εν τω σώματι του Χριστού καθολικότητος των ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητος και της κοινωνικής δικαιοσύνης και, τέλος, της καρποφορίας της χριστιανικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών του κόσμου. Η πραγματική ειρήνη είναι ο καρπός της επικρατήσεως επί της γης όλων αυτών των χριστιανικών ιδεωδών» (Δ.2). Μέσα από την πίστη στο Χριστό, τα μάτια του ανθρώπου διαβλέπουν την αγαπητική πνοή του Τριαδικού Θεού εκεί όπου ανθρώπινα χέρια εργάζονται για το δίκαιο, την ελευθερία, την ειρήνευση και την καταλλαγή.

Η έννοια της οντολογικής ενότητας του ανθρωπίνου γένους και της παγκοσμιότητας της λυτρωτικής ενέργειας του Θεού εμπεριέχει και μια άλλη, όχι λιγότερο σημαντική για τη χριστιανική ιεραποστολή, διάσταση: την απαλειφή κάθε είδους διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων. Ως προς αυτό, το κείμενο είναι ξεκάθαρο: ο Χριστός «χώρεσε» όλη την ανθρωπότητα, δημιούργησε ένα έθνος (Πράξ. 17,26· στο κείμενο: ΣΤ.2), αποδοκιμάζοντας κάθε βία και αδικία (Ψαλμ. 10,5· στο κείμενο: ΣΤ.1). Στη Βασιλεία του Θεού – από την «επί της γης» προληπτική φανέρωσή της έως την «εν ουρανώ» πλήρωσή της – δεν υπάρχει χώρος για μισαλλοδοξία, εχθρότητα, εθνικά ή άλλα μίση. Συνεπής προς αυτή τη διδασκαλία, η Ορθοδοξία αποδοκιμάζει νοοτροπίες που διαβαθμίζουν ή υποβαθμίζουν αξιολογικά τους ανθρώπους και επιμένει «εις την καταπολέμησιν όλτων των διακρίσεων εις βάρος διαφόρων μειονοτήτων» (ΣΤ.2).

Ποιές είναι, όμως, οι «διάφορες μειονότητες» για τις οποίες γίνεται εδώ λόγος; Το κείμενο διευκρινίζει πως ο σεβασμός και η «χωρίς συμβιβασμούς» (ΣΤ.4) καταδίκη των διακρίσεων αφορά τις θρησκευτικές, γλωσσικές και εθνικές μειονότητες, διότι η ελευθερία του ανθρώπου δεν είναι απροϋπόθετη, αλλά συνδέεται με την «ελευθερίαν της κοινότητος εις την οποίαν ούτος ανήκει» (ΣΤ.3). Έτσι, φυσιολογικά, «εκάστη κοινότης πρέπει να εξελίσσεται και να αναπτύσσεται συμφώνως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της. Εν προκειμένω ο πλουραλισμός θα έπρεπε να ρυθμίζει την ζωήν όλων των χωρών». Η αρχή αυτή, ως παγκόσμια, αναφέρεται αυτονοήτως τόσο στις χώρες όπου ο Χριστιανισμός αποτελεί την πλειοψηφούσα θρησκεία, όσο και στις χώρες ή κοινωνικά περιβάλλονται όπου οι χριστιανοί είναι μειονότητα. Αυτό προΰποθέτει μια βαθιά πνευματική διάκριση, πρωτίστως για τους χριστιανούς και δευτερευόντως για όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως, ώστε, στην εξέλιξη του ιεραποστολικού έργου, να ξεπροβάλλει λυτρωτικά το ήθος της «κατάλυση(ς) κάθε μεσοτοίχου έχθρας και προκαταλήψεως», αφού κάθε άνθρωπος είναι, για τον χριστιανό, «πλησίον», φορέας της εικόνας του Θεού και ισότιμο μέλος της ανθρώπινης οικογένειας (ΣΤ.4) και συνεπώς υφίστανται μαζί του πνευματικοί δεσμοί.

Οι συντάκτες του κειμένου έχουν επίγνωση ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις επιδρούν κατά ουσιαστικό τρόπο στην εμπέδωση της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. «Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν δια της καλλιέργειας του εκκλησιαστικού πληρώματος και γενικωτέρον του λαού καθώς και δια της όλης πνευματικής των δραστηριότητος εις μίαν μεταβολήν προς το ηπιότερον του γενικού κλίματος και φρονήματος» (Ζ.1). Με τον τρόπο αυτό, οι ορθόδοξες διακηρύξεις δεν μένουν κενό γράμμα, αλλά μετουσιώνονται σ’ ένα ήθος, σε μια νοοτροπία θεωρίας και πράξης, που βλέπει την κοινωνική δράση πρωτίστως – και κατεξοχήν – ως ένα πνευματικό χρέος. Επομένως, η αδράνεια και η αδιαφορία των χριστιανών ενώπιον των προκλήσεων της ιεραποστολής ταυτίζεται με την προδοσία του ιδίου του Χριστού και την απουσία ενεργού πίστης (Ζ.3). Όμως, πώς συμβαίνει να είναι απών ο Χριστός από τον κόσμο και να νεκρώνεται η πίστη; Δεν είναι παράδοξος ο ισχυρισμός πως ο Χριστός «απουσιάζει» από τη δημιουργία Του; Το κείμενο μας απαντάς, σημειώνοντας πως ο χριστιανός, έχοντας υιοθετηθεί από τον Χριστό, βρίσκεται σε μια διαρκή υπαρξιακή σχέση μαζί Του, επιζητεί «εν μετανοία» τη θεία δικαιοσύνη (Δ.4) και μιμείται τον Χριστό σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. «Το να είμεθα χριστιανοί σημαίνει να μιμώμεθα τον Χριστόν και να είμεθα έτοιμοι να τον υπηρετήσωμεν εις το πρόσωπον του αδυνάτου, του πεινώντος, του καταδυναστευομένου και γενικώς του έχοντος ανάγκην βοηθείας» (Ζ.4). Δίχως την έμπρακτη σχέση με το Χριστό και τη συνεργία ανθρώπου-Θεού, η παρουσία Του στη ζωή των χριστιανών και των Εκκλησιών μένει «απλή θεωρία» ή εκπίπτει σε μια απλή ομολογιακή, ιδεολογική και θριαμβολογική διακήρυξη, αφού σωτηρία ερήμην του ανθρώπου ή στανικά επιβαλλόμενη από το Θεό δεν νοείται!

Η τελευταία παράγραφος του κειμένου συνοψίζει την «προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας» ως μια μαρτυρία αγάπης και ελπίδας «εν διακονία»: «Η εις τα πλαίσια του σύγχρονου κόσμου συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας [...] θα πρέπει να είναι πρωτίστως μαρτυρία αγάπης» (Η.1). Στη συνάφεια αυτή, οι ορθόδοξοι έχουν σαν αποστολή όχι τον κοινωνικό ακτιβισμό, αλλά να κατευθύνουν το ποίμνιό τους στα αγαθά του Ευαγγελίου, να καταγγείλουν κάθε αντι-ευαγγελική συμπεριφορά ή κατάσταση που αντιτίθεται στις αξίες του Ευαγγελίου – εντός και εκτός Ορθοδοξίας – και να μην αρνούνται, όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τη συνεργασία με τους άλλους χριστιανούς και ανθρώπους καλής θέλησης, ώστε με τα αποτελεσματικά μέσα να «δώσουν σήμεραν την μαρτυρίαν των – μαρτυρίαν πίστεως και ελπίδος – εις ένα κόσμον ο οποίος, περισσότερον ίσως από ποτέ άλλοτε, έχει την ανάγκην αυτή» (Η.1).

Είναι φανερό πως πρόθεση των ορθοδόξων ήταν να αναδείξουν όχι τόσο την θεολογική επεξεργασία ή τη θριαμβολογική αυτάρκεια της Εκκλησίας (αν η Εκκλησία επαίρεται πως είναι αυτάρκης, δεν αφήνει χώρο στην ιεραποστολική «έξοδο» στον κόσμο), όσο κυρίως την «οριζόντια» ποιμαντορική δράση και την κενωτική αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας, που είναι εγγύτερη στο πνεύμα του Ευαγγελίου και ανακουφίζει τους κατά τόπους φορείς του ευαγγελιστικού έργου, συγχωρεί ατέλειες εσωτερικές και εξωτερικές και, εν μετανοία, μεταστρέφει την πορεία της ιστορίας[8].

Οι ορθόδοξοι αγωνίζονται για την «εδώ και τώρα» ανακαίνιση του ανθρώπου και της ιστορίας, μετουσιώνοντας εντός της ιστορίας τα ευαγγελικά και ευχαριστιακά δώρα που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ώστε να τα ασκήσει ως φιλάνθρωπο άθλημα και διακονία[9]. Η καταληκτική παράγραφος του κειμένου (Η.2) αποτυπώνει εξαίσια την οργανική σχέση μεταξύ πίστης, ευχαριστιακής εμπειρίας και ιστορικής μαρτυρίας, γι’ αυτό και επιλέγουμε να την παραθέσουμε αυτούσια:

Ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή κατανοούμεν το νόημα της σωτηρίας, αισθανόμεθα το χρέος να αγωνιζώμεθα δια την ανακούφισιν της ασθενείας, της δυστυχίας και της αγωνίας. Επειδή βιούμεν την εμπειρίαν της ειρήνης, δεν δυνάμεθα να είμεθα αδιάφοροι δια την απουσίαν της από την σύγχρονον κοινωνίαν. Επειδή ευηργετήθημεν από την θείαν δικαιοσύνην, αγωνιζόμεθα δια μίαν πληρεστέραν δικαιοσύνην εις τον κόσμον και δια την εξουδετέρωσιν πάσης καταπιέσεως. Επειδή ζώμεν κάθε ημέραν την θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Επειδή διακηρύσσομεν συνεχώς την ενανθρώπησιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου, υπερασπιζόμεθα τα ανθρώπινα δικαιώματα δι’ όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Επειδή βιούμεν την θείαν δωρεάν της ελευθερίας με το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερα την καθολικήν αξίαν της δια κάθε άνθρωπον και κάθε λαόν. Επειδή τρεφόμενοι με το σώμα και το αίμα του Κυρίου εν τη Θεία Ευχαριστία βιούμεν την ανάγκην του μερισμού των δωρεών του Θεού μετά των αδελφών μας, κατανοούμεν πληρέστερον την πείναν και την στέρησιν και αγωνιζόμεθα δια την υπερνίκησιν αυτών. Επειδή προσδοκώμεν καινήν γην και καινούς ουρανούς, όπου θα επικρατή η απόλυτος δικαιοσύνη, αγωνιζόμεθα εδώ και τώρα (hic et nunc) δια την αναγέννησιν και την ανακαίνισιν του ανθρώπου και της κοινωνίας.

Κινούμενη στα χνάρια αυτά, η Σύναξη των Προκαθημένων του 2008 επανέλαβε, επανερχόμενη στις αποφάσεις της Γ΄ Προσυνοδικής, πως η διδασκαλία για την οντολογική ενότητα του ανθρωπίνου γένους και της δημιουργίας, όπως εκφράζεται μέσα από το «όλο» μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας «αποτελεί θεμελιώδη βάσιν διά τήν ερμηνείαν της σχέσεως του ανθρώπου πρός τον Θεόν καί τόν κόσμον»[10] και είναι στο κέντρο της χριστιανικής ιεραποστολής. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει πως «αι ποικίλαι εθνικιστικαί, φυλετικαί, ιδεολογικαί καί θρησκευτικαί αντιθέσεις τροφοδοτούν συνεχώς επικινδύνους συγχύσεις όχι μόνον ως πρός τήν αδιαμφισβήτητον οντολογικήν ενότητα του ανθρωπίνου γένους, αλλά καί ως πρός τήν σχέσιν του ανθρώπου πρός τήν θείαν δημιουργίαν» (§5). Βεβαίως, το ευαγγελιστικό ήθος δεν επικροτεί ριζοσπαστικοποιημένες θρησκευτικές νοοτροπίες, διότι το Ευαγγέλιο «δεν πρέπει νά εκπληρούται επιθετικώς ή διά διαφόρων μορφών προσηλυτισμού, αλλ’ εν αγάπη, ταπεινοφροσύνη καί σεβασμό πρός τήν ταυτότητα εκάστου ανθρώπου καί τήν πολιτισμικήν ιδιαιτερότητα εκάστου λαού» (§3).

Συμπερασματικά, η προσυνοδική διδασκαλία για τον υπαρξιακό δεσμό ανθρώπου-Θεού και την οντολογική ενότητα του ανθρωπίνου γένους επιβάλλει ένα ιεραποστολικό ήθος κενωτικό, δηλαδή θυσιαστικό και αγαπητικό, που να ενώνει την ανθρωπότητα και ν’ αγωνίζεται για την αποκατάσταση της ειρήνης, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, ιδεώδη που, κατά τη χριστιανική τουλάχιστον αντίληψη, είναι κοινωνικές προβολές του θείου σχεδίου για τον κόσμο[11]. Η ορθόδοξη μαρτυρία, σε πνεύμα διακονίας, ενσαρκώνει έμπρακτα αυτά τα χαρακτηριστικά, διότι φανερώνει την εν τω κόσμω προέκταση των δωρεών που η ίδια βιώνει στην ευχαριστιακή της εμπειρία και την πνευματική της ζωή. Εφόσον τα χριστιανικά ιδεώδη είναι πανανθρώπινα και παγκόσμια, η καλλιέργειά τους δεν συνεπάγεται την εξ ορισμού αντιπαράθεση με τους πιστούς των άλλων Ομολογιών, Εκκλησιών και θρησκειών που αγωνίζονται για τη στερέωσή τους. Το κείμενο της Γ΄ Προσυνοδικής και το Μήνυμα των Πανορθοδόξων δεν διακρίνονται για τον πολεμικό τους τόνο, αλλά για την περιεκτικότητά τους. Πράγματι, ως «περιέχουσα» το Χριστό, η ιεραποστολή «εμπεριέχει» όλο τον κόσμο. Οι ορθόδοξοι δεν κατανοούν τη χριστιανική πίστη ως επιβολή στον κόσμο, αλλ’ ως αγιασμό του κόσμου. Εκεί όπου αναδεικνύονται τα αγαθά αυτά, υπάρχει η φωτιστική ενέργεια του Θεού μέσω της οποίας το Ευαγγέλιο αποχτά ορατή έκφραση. Εκεί, όμως, που οι αρχές αυτές απουσιάζουν, επικρατούν οι φθοροποιές δυνάμεις που δρουν εκτός του θελήματος του Θεού.


[1] «Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (2008)», στο Εκκλησία 2008/τ.10, 756-759, εδώ §4.

[2] Βλ. Δ. Κεραμιδάς, «Θεολογία και Ιεραποστολή: θεμελιώδη στοιχεία και διαχρονικά χαρακτηριστικά», στο Πάντα τα Έθνη, 129/2014, 8-14.

[3] Βλ. Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Συνοδικά ΙΙ, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γενεύη 1978, 125. Τα θέματα 1-4 αφορούν τις διορθόδοξες σχέσεις (ορθόδοξη διασπορά, αυτοκέφαλο καθεστώς, αυτόνομο καθεστώς, δίπτυχα), ενώ τα θέματα 5-7 πρακτικά και ποιμαντικά προβλήματα του κλήρου και του λαού (κοινό εκκλησιαστικό ημερολόγιο, κωλύματα γάμου, αναπροσαρμογή των εκκλησιαστικών διατάξεων για τη νηστεία). Βλ. ό.π., 126. Το ειδικό θέμα «Η Ορθοδοξία στον κόσμο» όπως και το, συναφές με την ιεραποστολή, «Ορθοδοξία και άλλες θρησκείες» παραπέμφθηκαν στην κατ’ ιδίαν μελέτη των κατά τόπους Ορθόδοξων Εκκλησιών. Βλ. ό.π., 126-127.

[4] Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί τη σημασία των παραδοσιακά καθιερωμένων ορισμών για την ιεραποστολή, έτσι όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί στο έργο επαϊόντων θεολόγων και ενεργών ιεραποστόλων. Η ιεραποστολική, ως ειδικό γνωστικό αντικείμενο της θεολογικής επιστήμης, έχει καταξιωθεί στη συνείδηση της Εκκλησίας και οι σχετικές, γνωστές στο ελληνόφωνο κοινό, μελέτες (και μέσα από το δελτίο Πάντα τα Έθνη) το έχουν με μεγάλη επάρκεια αναδείξει.

[5] Βλ. επίσης την ενδαφέρουσα μελέτη του Σ. Τσομπανίδης, Μετα-λειτουργία: η ορθόδοξη συμμετοχή στην κοινή χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας, Θεσσαλονίκη 2009.

[6] Για το κείμενο βλ. Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Συνοδικά IX, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γενεύη 2014, 315-325 και στον ηλεκτρονικό ιστότοπο της Αποστολικής Διακονίας, ενότητα «Η Ορθοδοξία σε διάλογο (Πρακτικά)».

[7] Συνοδικά IX, 156. Αλλού: «Είναι ιδικόν μας καθήκον να δημιουργήσωμεν γέφυραν μεταξύ της ημετέρας ορθοδόξου πίστεως και των συγχρόνων προβλημάτων του κόσμου. Άλλως, παραμένομεν εις “γκέττο” καλών προθέσεων». Ό.π., 176.

[8] Συνοδικά IX, 167.

[9] Κατά την συγκλονιστική αποστροφή, στο πλαίσιο της Γ΄ Προσυνοδικής Διάσκεψης, του τότε Επισκόπου Βηρυτού, Ηλία, (Εκκλησία που τότε δοκιμαζόταν από πολεμικές συρράξεις) «παρακολουθών πάσας τας θεολογικάς θεωρίας … ησθάνθην ότι ανησυχούμεν τόσο πολύ δια τους Πατέρας και την Παράδοσιν και αποφεύγωμεν το ουσιώδες, τον λαόν, το ποίμνιον, τον άνθρωπον… Είμαι ορθόδοξος προερχόμενος εκ Λιβάνου. Δεν ήκουσα μία λέξιν Εκκλησίας τινός εκ του ορθοδόξου κόσμου να ερωτά δι’ εμέ. Δεν έλαβον επιστολήν ορθοδόξου τινός επισκόπου να ερωτά δια τον ορθόδοξον λαόν του Λιβάνου… Τί εννοούμεν δια των “κενωτικός”, “ποιμαντικός”, “συμπάσχων μετά των άλλων”;». Συνοδικά ΙΧ, 169-170.

[10] «Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών 2008», §6.

[11] Η Ορθοδοξία δεν πολιτικοποιεί την χριστιανική της ηθική, ούτε ασκεί πολιτική ούτε, πολύ περισσότερο, υπερασπίζεται την μία ή άλλη ιδεολογική παράταξη. Στο βαθμό που οι χριστιανικές αξίες υπερασπίζονται από την πολιτική εξουσία, υπάρχει η υποστήριξη των χριστιανών, οι οποίοι, αντιθέτως, αντιτίθενται όταν τα πανανθρώπινα χριστιανικά ιδεώδη καταπατούνται βουλημικά από εξουσιομανή καθεστώτα.