Πτυχές της ιστορίας και της θεολογίας του κειμένου της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω»

 

Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής

Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Εισαγωγή

Είχα την τύχη να συμμετάσχω με την ιδιότητα του συνεργάτου της Γραμματείας επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις τρεις συνελεύσεις της Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής (Οκτώβριος 2014 και Φεβρουάριος και Απρίλιος 2015), στην Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Οκτώβριος 2015), καθώς και στη Σύναξη των Προκαθημένων του Ιανουαρίου 2016 εν Chambésy Γενεύης. Οι εμπειρίες από τη συμμετοχή αυτή, η άμεση πρόσβαση στο αρχειακό υλικό ολόκληρης της πορείας προς τη Σύνοδο και η συνεργασία με τον καθηγητή Βλάσιο Φειδά, κατ’ εξοχήν ειδικό στο θέμα «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», μου επιτρέπουν να ελπίζω ότι θα βρείτε ενδιαφέροντα αυτά που θα εκθέσω ενώπιόν σας.

Το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη είναι ο τόπος όπου, από το 1968, συναντήθηκαν, εργάσθηκαν σκληρά, αγωνίστηκαν και έδωσαν την ορθόδοξη μαρτυρία τους όλοι οι πρωτεργάτες της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μιας διαδικασίας με ιδιαίτερες απαιτήσεις στους συμμετέχοντας, πολλοί εκ των οποίων ανεδείχθησαν σε ηγετικές μορφές των Εκκλησιών τους.

Όποιος έχει συνεργασθεί σε παρόμοιες επιτροπές γνωρίζει πόσο επίπονη και μακρά είναι η διαδικασία κατάρτισης ενός κοινά αποδεκτού κειμένου. Πολλές φορές, η υποχώρηση αναφορικά προς κάποια διατύπωση σώζει ολόκληρη συνεδρία, ολόκληρο το κείμενο ή ακόμη και τη συνέλευση.

Αυτός που θα πάρει τα κείμενα της Συνόδου στα χέρια του, χωρίς να γνωρίζει πώς διαμορφώθηκαν, τι συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και συμβιβαστικές προτάσεις προηγήθηκαν για να ετοιμασθούν, εύκολα μπορεί να αδικήσει τα πράγματα. Προφανώς στο τελικό κείμενο δεν είναι αποτυπωμένη εμφανώς η πορεία κατάρτισής του.

Καθρέπτης της προετοιμασίας της Συνόδου είναι τα Πρακτικά των συζητήσεων των διαφόρων επιτροπών και διασκέψεων. Είναι συναρπαστικό να μελετά κάποιος τα Πρακτικά. Πραγματικά στα κείμενα αυτά βρίσκεται κρυμμένος ένας ανεκτίμητος θεολογικός θησαυρός.

Οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις, οι Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικές Επιτροπές, οι Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις και οι Συνάξεις των Προκαθημένων είναι η ιστορία της Ορθοδοξίας τις τελευταίες έξι δεκαετίες. Είναι ο καθρέπτης των διορθοδόξων σχέσεων, αλλά και των ενδοορθοδόξων θεολογικών διεργασιών και ζυμώσεων.

 

  1. Η ιστορία του κειμένου

Η ιστορία του κειμένου μας αρχίζει το 1961. Η πρώτη Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου ενέταξε στον «Κατάλογο των θεμάτων της μελλούσης Πανορθοδόξου Προσυνόδου», στην 6η ενότητα με τίτλο «Η Ορθοδοξία εν τω κόσμω» το θέμα: «Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών».[1]

Σταθμό στην πορεία προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτέλεσε η Τετάρτη Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Ιούνιος 1968) στο Chambésy της Γενεύης. Εδώ αποφασίσθηκε:

«α. Ὅπως τεθῇ ὡς κύριος στόχος καὶ ἄμεσος ἐπιδιωξις ἡ σύγκλησις Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου τῆς κατ’ Ἀνατολὰς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

β. Ὅπως πρὸς προπαρασκευὴν τῆς Συνόδου ταύτης, ἀντὶ τῆς συγκροτήσεως μιᾶς Προσυνόδου, συγκροτηθῶσι σταδιακῶς, ἀλλεπάλληλοι Προσυνοδικαὶ Πανορθόδοξοι Διασκέψεις.

γ. Ὅπως συσταθῇ μία Διορθόδοξος Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή.

δ. Ὅπως συσταθῇ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἕν Γραφεῖον, ἑδρεῦον ἐν τῷ ἐν Γενεύῃ Κέντρῳ αὐτοῦ, πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἔργου τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς, τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ τῆς ὅλης προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου.

ε. Ὅπως διὰ τῶν ὡς ἄνω Ὀργάνων τμηματικῶς ἐτοιμασθῶσι τὰ θέματα, τὰ ἀναγεγραμμένα εἰς τὸν Κατάλογον τῆς ἐν Ρόδῳ Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ἀφοῦ προηγουμένως γένηται ἐπὶ ἑνὸς ἑκάστου ἡ δέουσα ἐπὶ μέρους θεολογικὴ ἔρευνα καὶ προεργασία».[2] 

Έργο της Πρώτης Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως του Νοεμβρίου 1976 στο Chambésy ήταν η αναθεώρηση του καταλόγου θεμάτων της Πρώτης Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου. Της αναθεωρήσεως του καταλόγου αυτού προηγήθηκαν, πρώτον, η Συνάντηση Ορθοδόξων Θεολόγων εν Chambésy (Δεκέμβριος 1972), η οποία κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι ο ορισθείς κατάλογος των θεμάτων της Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως «δεν ανταπεκρίνετο ούτε εις το κριτήριον της εσωτερικής συνοχής, αλλ’ ούτε εις τας απαιτήσεις, τας οποίας προβάλλουν εις την Εκκλησίαν οι καιροί και το πλήρωμα αυτής».[3] Ακολούθησε ανεπίσημη Σύσκεψη ομάδος θεολόγων στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης, η οποία ασχολήθηκε «κυρίως με την κατ’ αρχήν επισήμανσιν των καιρίων προβλημάτων της ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας».[4]

Εις την εισηγητική ομιλία του κατά τη Διάσκεψη, ο Πρόεδρος αυτής Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων ανέφερε ότι, σύμφωνα με πανορθόδοξο διαβούλευση, τίθενται προς συζήτηση και απόφαση τα εξής σχετικά με τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:

  1. «Ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου νὰ επιταχυνθῇ, μὲ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι αὕτη δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθῇ ὡς μοναδικὴ καὶ ἀποκλείουσα τὴν σύγκλησιν ἐν συνεχείᾳ καὶ ἄλλων ὁμοίων Μεγάλων Συνόδων.
  2. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Σύνοδος θὰ εἶναι βραχείας διαρκείας.
  3. Νὰ ασχοληθῇ αὕτη μὲ περιωρισμένον ἀριθμὸν θεμάτων, καὶ δὴ οὐχὶ ἀμιγῶς δογματικῆς καὶ θεωρητικῆς φύσεως».[5]

Αυτά κατέστησαν απαραίτητη την αναθεώρηση του καταλόγου θεμάτων της Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου. Κατά τον Σεβασμιώτατο Πρόεδρο, «πρώτιστον ἔργον τῆς Α’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως θὰ ἔδει νὰ εἶναι ἡ κατάρτισις ἑνὸς βραχυτέρου καταλόγου θεμάτων».[6]

Η Διάσκεψις αποφάσισε τελικώς η ημερησία διάταξις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου να περιέχει τα ακόλουθα δέκα θέματα:[7]

  1. Ορθόδοξος Διασπορά.
  2. Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού.
  3. Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού.
  4. Δίπτυχα.
  5. Το ζήτημα κοινού ημερολογίου.
  6. Κωλύματα γάμου.
  7. Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων.
  8. Σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο.
  9. Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνηση.
  10. Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων.

Δέκα έτη μετά, αφού είχε μεσολαβήσει η Δευτέρα Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις του 1982, η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή του Φεβρουαρίου 1986 στο Chambésy συζητά το σχέδιο κειμένου, το οποίο παρουσίασε η Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, για το θέμα του καταλόγου σχετικά με τα «χριστιανικά ιδεώδη». Το κείμενο αυτό χαρακτηρίσθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Όρους Λιβάνου Γεώργιο Kodr ως «αριστουργηματικό».[8] Ο Πρόεδρος της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος στην εισηγητική του ομιλία ανέφερε τα εξής για το θέμα μας: «Ὑπῆρξε σοφὴ καὶ ἐγένετο κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀσφαλῶς ἡ ἔνταξις τοῦ θέματος τούτου μεταξὺ τῶν δέκα θεμάτων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Καὶ ἀποτελεῖ τιμὴν διὰ τὴν Ἐπιτροπὴν ἡμῶν, τὸ ὅτι εἰς αὐτὴν ἔλαχεν ἡ εὐθύνη νὰ ἀποτυπώσῃ εἰς ἕν πρῶτον κείμενον τὰς θεμελιώδεις ἀντιλήψεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν καιρίων τούτων προβλημάτων, ἅτινα ἀπασχολοῦν τὴν παγκόσμιον κοινὴν γνώμην καὶ κατακαίουν τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα, ὑπὲρ ποτὲ ἄλλοτε σήμερον, μέσα εἰς τὸν ἀναμοχλευόμενον ἐκ ποικίλων καταστάσεων, ταλαιπωριῶν καὶ προβλημάτων κόσμον, αἰσθάνονται ἐπιτακτικωτέραν τὴν ἀνάγκην νὰ ἀκούσουν τὴν αὐθεντικὴν φωνὴν τῆς Ἐκκλησίας των ἐπ’ αυτῶν, καὶ νὰ ἴδουν ταύτην λαμβάνουσαν θέσιν, σαφῆ καὶ συγκεκριμένην, πεφωτισμένην καὶ φωτίζουσαν, ἐμπεδωμένην καὶ ἐμπεδοῦσαν, ἐπὶ τῶν ἰδεωδῶν τούτων τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ τῆς ἄρσεως τῶν φυλετικῶν καὶ τῶν λοιπῶν ποικίλων διακρίσεων. Εἶναι, λοιπόν, μεγάλη τιμή, ὅτι ἐκλήθημεν νὰ ἀποφανθῶμεν περὶ τῶν ἰδεωδῶν τούτων. Ἀλλ’ εἶναι ταυτοχρόνως καὶ μέγας ὁ κίνδυνος τῆς ὀλισθήσεως τῆς προσπαθείας ἡμῶν εἰς τοὺς παρακεκινδυνευμένους χώρους τῆς πολιτικοποιήσεως τῶν θεμάτων, ὅτε καὶ ἡ φωνὴ ἡμῶν θὰ ἀπέβαινε φωνὴ οὐχὶ ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τὸ αἰτούμενον ὑφ’ ἡμῶν σήμερον εἶναι νὰ παράσχωμεν τὴν σαφῆ καὶ ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξον μαρτυρίαν ἡμῶν ἐπὶ τῶν καθημερινῶς διαφευγόντων ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων ἰδεωδῶν τούτων, καὶ νὰ γνωρίζουν οἱ μακρὰν ἱστάμενοι ποῖαι αἱ θέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὰ φλέγοντα ταῦτα θέματα ἀπὸ τῆς ἀπουσίας τῆς εἰρήνης καὶ τῆς παρασκευῆς εἰς πόλεμον, μέχρι καὶ τῶν κοιωνικῶν κακουχιῶν καὶ τῶν ἐκ πείνης θανάτων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Εἴη ὁ Κύριος βοηθὸς καὶ ἐμπνευστὴς εἰς τοῦτο, ὥς καὶ εἰς πάντα τὰ λοιπὰ σημεῖα τῆς εὐθύνης ἡμῶν».[9]

Από την 28η Οκτωβρίου μέχρι την 9η Νοεμβρίου 1986 συνέρχεται στη Γενεύη η Τρίτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις. Κατά την πορεία των συζητήσεων στη Διάσκεψη αυτή το κείμενό μας χαρακτηρίσθηκε ως «θεολογικῶς πολὺ καλόν»,[10] ως «θαυμάσιον» καὶ «αὔταρκες»,[11] ως «πλήρως ἀποδεκτὸν ἐξ ἐπόψεως τόσον θεολογικῆς, ὅσον καὶ ποιμαντικῆς»,[12] «εἰς τὴν μορφὴν του τέλειον»,[13] ο δε Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος το χαρακτήρισε «ἄριστον κατὰ πάντα κείμενον».[14]

Ένα από τα θέματα συζήτησης, τόσον στην Διορθόδοξο Προπαρασκευαστική Επιτροπή του Φεβρουαρίου 1986, όσον και στην Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, υπήρξε το πώς θα συνδυασθεί σε ένα κείμενο περί ειρήνης και κοινωνικών θεμάτων η κάθετος και η οριζόντια διάσταση. Ο Μητροπολίτης Βηρυτού Γεώργιος Kodr παρατήρησε ότι όταν ακούει κάποιος αυτό το «ἐξαίρετον» και «καλῶς τεθεμελιωμένον» κείμενο αισθάνεται πλήρης θλίψεως, διότι «ζῶμεν εἰς ἔναν κόσμον ἰδεῶν»,[15] μακράν από το ποίμνιον και τον συγκεκριμένον άνθρωπον. Ο Μητροπολίτης Καρθαγένης Παρθένιος το χαρακτήρισε «κείμενον θριαμβολογικόν».[16] Ο Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας Αντώνιος έκανε λόγο για ένα «εὐσεβές κείμενον»,[17] το οποίο μοιάζει με κήρυγμα. «Εἶναι ἕν κείμενον», προσθέτει, «τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ εἰς τοὺς ναοὺς σήμερον καὶ αὔριον, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ κατὰ τὸ παρελθόν, κατὰ τὸν Ζ’ ἤ τὸν Θ’ αἰῶνα».[18] Και συνεχίζει: «Δέχομαι πᾶν ὅ,τι λέγεται εἰς τὸ κείμενον, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλα, ὅσα ἔχομεν νὰ εἴπωμεν. Ὁ τόνος ἐτέθη εἰς τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀρχῶν. Πρόκειται δι’ ἀνανέωσιν τῶν ὀρθοδόξων θέσεων -βιβλικῶν καὶ πατερικῶν- περὶ τῆς εἰρήνης, ἀλλ’ ἀπουσιάζει πλήρως ἡ ὁριζοντία διάστασις. Ἡ διάστασις αὐτὴ εἶναι εἰς τὰς ἡμέρας μας πολὺ ἐπίκαιρος καὶ θὰ εἶναι περισσότερον εἰς τὸ μέλλον».[19]

Ο καθηγητής Θεόδωρος Ζήσης θεωρούσε ότι εις το κείμενο δεν αγνοείται η οριζόντιος διάστασις. Γράφει: «Πρόκειται γιὰ ἕνα κείμενον σύνθετον, τὸ ὁποῖον ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν καὶ τὰς δύο αὐτὰς διαστάσεις».[20] Ο κ. Ζήσης ανέφερε μάλιστα, εκφράζοντας και τις απόψεις άλλων μελών της Διασκέψεως, ότι «ἐνῶ διετυπώθη ἡ ἄποψις ὅτι τὸ κείμενον αὐτὸ δὲν ἔχει πολὺ ὁριζόντιον διάστασιν, πολλὰ μέλη τῆς Διασκέψεως πιστεύουν ὅτι τὸ κείμενον ἔχει περισσότερον τοῦ δέοντος ὁριζόντιον διάστασιν καὶ ὅτι ἔπρεπε να τονισθῇ περισσότερον ὁ πνευματικὸς χαρακτὴρ εἰς τὸ θέμα τῆς εἰρήνης».[21] Ο Θεόδωρος Ζήσης προσθέτει: «Διὰ νὰ τελειώσω, θὰ εἴπω ὅτι, ἐνῶ ὀμιλοῦμεν περὶ ὁριζοντίου καὶ καθέτου διαστάσεως, λείπει παντελὼς ἀπὸ τὸ κείμενον ἡ ἐσχατολογικὴ διάστασις καὶ ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική. Καὶ ἡ θέσις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἄν οἱ χριστιανοὶ εἴχομεν ἐσχατολογικὴν προοπτικὴν καὶ ἄν ἐκρίνομεν ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ παρόντος, τῆς δικαιοσύνης, τοῦ πλούτου, τῆς πενίας, τῶν δικαιωμάτων κ.λπ. ὑπὸ ἐσχατολογικὴν προοπτικήν, καὶ ἐβλέπομεν ὅτι ἡ παροῦσα μορφὴ τῆς γῆς δὲν εἶναι ὁριστική, θὰ ὁδηγούμεθα εἰς ἄλλας λύσεις».[22]

Ο Πρόεδρος της Διασκέψεως Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος συνοψίζοντας της συζήτηση εν Ολομελεία επί του κειμένου, συμφώνησε ότι πρέπει να γίνει αναφορά στο «ἐσχατολογικὸν ὅραμα εἰς τὴν ὅλην ὑπόθεσιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν»,[23] στη διαθρησκειακή συνεργασία,[24] στις φυλετικές διακρίσεις και στη θρησκευτική ελευθερία.

Η Επιτροπή, η οποία επεξεργάστηκε τις προτάσεις της Ολομέλειας, έκανε, όπως ανέφερε ο Πρόεδρος, «ἀφαντάστως λεπτολόγον ἐργασίαν ἐπὶ τοῦ κειμένου αὐτοῦ» και «κατεβλήθη πᾶσα δυνατὴ προσπάθεια, ὥστε νὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλαι αἱ πλευραὶ καὶ ὅλα τὰ ὑπάρξαντα αἰτήματα».[25]

Το εγκριθέν κείμενο έχει έκταση ένδεκα σελίδων στην έκδοση των Συνοδικών ΙΧ και περιλαμβάνει, μετά από μια σύντομη εισαγωγή, οκτώ κεφάλαια, ως εξής: α) Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, θεμέλιον δια την ειρήνην, β) Η αξία της ανθρώπινης ελευθερίας, γ) Αποστολή της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσμον, δ) Περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ε) Η ειρήνη ως αποτροπή του πολέμου, στ) Φυλετικαί και λοιπαί διακρίσεις, ζ) Αδελφοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, η) Η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας: μαρτυρία αγάπης εν διακονία.

Δυστυχώς, το πολύ καλό κείμενο της Γ’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως δεν προεβλήθη όσο άξιζε από την ορθόδοξη θεολογία. Ο καθηγητής Γρηγόριος Λαρεντζάκης είναι μάλλον ο μόνος ο οποίος παρουσίασε πολλές φορές το κείμενο αυτό σε διεθνείς θεολογικές συναντήσεις στη Δύση και το προέβαλε συστηματικά. Είναι, επίσης, εκείνος ο οποίος, με την παρέμβασή του, πέτυχε, το Ανακοινωθέν της Οικουμενικής Συνάξεως στη Βασιλεία της Ελβετίας (15-21 Μαΐου 1989) να είναι άμεσα, και στην διατύπωση, επηρεασμένο από το κείμενο της Γ’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως.

Κατά τον Γ. Λαρεντζάκη, με το κείμενο αυτό αναιρείται η μομφή πολλών Δυτικών ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Εκκλησία του εσωστρεφούς μυστικισμού και της ακοσμικής πνευματικότητας, μακράν των ιστορικών προκλήσεων. Προφανώς μία τέτοια προσέγγιση αγνοεί μια σημαντική διάσταση της Ορθοδοξίας και εμποδίζει την ορθή αξιολόγησή της γενικότερα.[26]

Σε ομιλία του στη Βιέννη, σε ένα διεθνές συνέδριο για την «Αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη» (25-26 Νοεμβρίου 2005), ο Γ. Λαρεντζάκης ανέφερε τα εξής: «Καὶ μόνον ἡ συζήτηση καὶ ἡ ἔγκριση αὐτοῦ τοῦ κειμένου θὰ δικαιολογοῦσε τὴ σύγκληση μίας Πανορθοδόξου Συνόδου».[27]

Ως γνωστόν, το κείμενο «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών και άλλων διακρίσεων» του 1986 δεν έφθασε εις την Σύνοδον ως έχει.[28]

Η Σύναξις των Προκαθημένων (Μάρτιος 2014) όρισε Ειδική Διορθόδοξο Επιτροπή με σκοπό να αναθεωρήσει το ως άνω κείμενο. Το σχέδιο του κειμένου που διαμορφώθηκε στην Ειδική Διορθόδοξο Επιτροπή υποβλήθηκε στην Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη του Οκτωβρίου 2015, η οποία το επεξεργάσθηκε και κατέληξε στο τελικό ad referendum προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κείμενο, το οποίο, όμως, δεν υπεγράφη τελικά από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ρωσσίας και της Γεωργίας.

Η Σύναξις των Προκαθημένων του Ιανουαρίου 2016 εκλήθη να λύσει το πρόβλημα αυτό. Η σχετική συζήτηση φαινόταν ότι οδηγούσε σε αδιέξοδο. Ήταν, όμως, σαφές ότι, χωρίς το κείμενό μας, η θεματολογία της Συνόδου θα ήταν ελλιπής. Ευτυχώς, ο Πρόεδρος της Συνάξεως Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος πρότεινε τη δημιουργία μιας ολιγομελούς επιτροπής, στην οποία συμμετείχα και εγώ, για να γίνουν κάποιες μικρές τροποποιήσεις, με την ελπίδα να αρθούν οι αντιρρήσεις της Εκκλησίας της Ρωσσίας και της Γεωργίας πράγμα που, ευτυχώς, επετεύχθη και το κείμενό μας παρεπέμφθη, με τις δεκατέσσερεις υπογραφές των Προκαθημένων, στη Σύνοδο.    

 

  1. Συγκριτική θεώρηση των ως άνω κειμένων

Οι αλλαγές που έγιναν από τη Σύναξη των Προκαθημένων στο κείμενο της Ε’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως είναι οι εξής: Αφαιρέθηκαν, μετά από επιμονή του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Γεωργίας, οι δύο πρώτες παράγραφοι από το κεφάλαιο α) Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, σχετικές με τη θεολογική ανθρωπολογία του προσώπου και από το κεφάλαιο β) Περί ελευθερίας και ευθύνης, μετά από πρόταση των Εκκλησιών Ρωσσίας και Γεωργίας, οι φράσεις: «Ἡ ἐλευθερία ὡς ὀντολογικὸν στοιχεῖον τοῦ προσώπου περικλείει τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ἀποδοχὴν τοῦ ἄλλου. Εἶναι ὁ τρόπος ἐκφράσεως τῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου διὰ τοῦ ὁποίου ἀναδύεται μία συγκεκριμένη στάσις ζωῆς καὶ καθορίζεται ἡ εὐθύνη τοῦ κάθε προσώπου ὡς μία κίνησις ἀναφορική τοῦ ἕνός πρὸς τὸν ἄλλον». Πέρα από αυτό, αντικαταστάθηκε ο όρος «ἱερότης τοῦ προσώπου» από τον όρο «ἀξία τοῦ προσώπου».

Το τελικό κείμενο που υπεβλήθη στη Σύνοδο φέρει τον τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ σύγχρονῳ κόσμῳ», με υπότιτλο τον τίτλο του κειμένου του 1986. Η έκτασή του είναι δέκα περίπου σελίδες και περιλαμβάνει, εκτός από την εισαγωγή, έξι κεφάλαια: α) Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, β) Περί ελευθερίας και ευθύνης, γ) Περί ειρήνης και δικαιοσύνης, δ) Η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου, ε) Η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των διακρίσεων και στ) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μαρτυρία αγάπης εν διακονία.

Για το κείμενο της Τρίτης Προσυνοδικής Διασκέψεως και το τελικό υποβαλλόμενο στη Σύνοδο και τη συγκριτική θεώρησή τους διατυπώνονται διάφορες εκτιμήσεις. Κατ’ άλλους, το κείμενο του 1986 ήταν πιο συντηρητικό, ενώ ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής κάνει λόγο για «τροποποίηση με συντηρητικό τόνο»[29] εκ μέρους της τελευταίας Συνάξεως των Προκαθημένων, του ήδη αναθεωρηθέντος υπό της Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής και της Ε’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως σχετικού κειμένου.

Έχει ακουσθεί και η άποψη ότι, σε σύγκριση με το κείμενο του 1986, το κείμενο του 2016 είναι «άλλο κείμενο». Προσωπικά θεωρώ ότι οι αλλαγές που έγιναν και οι προσθαφαιρέσεις δεν αλλάζουν το πνεύμα του πρώτου κειμένου. Η αναγκαία προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα μάλλον εμπλουτίζει το κείμενο.

Η πιο σημαντική διαφορά των κειμένων του 1986 και του 2016 βρίσκεται στο γεγονός ότι άλλαξε η Εισαγωγή. Στο κείμενο του 1986 η Εισαγωγή ήταν προλογικού και γενικού χαρακτήρα, χωρίς θεολογική υφή, ενώ στο κείμενο του 2106 η Εισαγωγή, η οποία ενεκρίθη από την Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, είναι ένα βαθιά θεολογικό κείμενο, το οποίο φέρει τη σφραγίδα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου Ιωάννου με αναφορά στην εσχατολογική και ευχαριστιακή ταυτότητα της Εκκλησίας και της «ἐν τῷ κόσμῳ» δράσης της ως απόρροια του «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» χαρακτήρα της. Επίσης, το κεφάλαιο για την «Ειρήνη και την αποτροπή του πολέμου» (1986), που μετονομάσθηκε στο τελικό κείμενο σε «Η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου», δεν έχει πια έντονα ίχνη της εποχής του «ψυχρού πολέμου». Το πρόβλημα αυτό είχε επισημανθεί στη Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, όπου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος είχε αναφέρει σχετικά τα εξής: «Ἡ ἐσωτερικὴ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κινδυνεύει εἰς τὴν παροῦσαν περίπτωσιν νὰ κλονισθῇ ἤ νὰ διαρραγῇ διὰ τῆς μεταφορᾶς εἰς τὴν συζήτησιν ταύτην καὶ, κατὰ συνέπειαν, εἰς τὸ πανορθόδοξον τοῦτο περὶ εἰρήνης τοῦ κόσμου κείμενον, τῆς προβληματολογίας ὡρισμένων δυνάμεων, αἱ ὁποίαι ἀντιλαμβάνονται καὶ ἑρμηνεύουν τὸ θέμα τῆς εἰρήνης, τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἴδιον αὐτῶν τρόπον καὶ συμφώνως πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν κοινωνιολογικὴν καὶ φιλοσοφικὴν ἰδεολογίαν».[30] Ο Άγιος Περιστερίου καλεί τη Διάσκεψη να μείνει πιστή στην αρχή που επρυτάνευσε κατά τη σύνταξη του κειμένου, δηλαδή «εἰς τὴν ἀποφυγὴν πολιτικοποιήσεως τοῦ μηνύματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖται να δώσῃ εἰς τὸν κόσμον».[31]

Είναι, επίσης, πολύ θετικό το γεγονός ότι, ενώ στο κείμενο του 1986 το κεφάλαιο «Αποστολή της Ορθοδοξίας εις τον σύγχρονον κόσμον» (τρίτο στη σειρά των οκτώ κεφαλαίων), αποτελούμενο από δύο παραγράφους χωρίς ιδιαίτερη σχέση με τον τίτλο του κεφαλαίου, στο τελικό ad referendum προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο κείμενο του 2016 αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο, με δεκαπέντε περιεκτικές παραγράφους, το περιεχόμενο των οποίων πράγματι ανταποκρίνεται στον τίτλο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μαρτυρία αγάπης εν διακονία». Θεωρώ ότι το κεφάλαιο αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για το Μήνυμα της Συνόδου, αφού αναφέρεται στις σημαντικότερες σύγχρονες νέες προκλήσεις, απέναντι στις οποίες βρίσκεται η Εκκλησία και παραπέμπει, ακριβώς, στην ανάγκη σύγκλησης μιας Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα αντιμετωπίσει κάποια από τα συσσωρευμένα νέα προβλήματα, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν όλα τα σύγχρονα θέματα που απασχολούν την Εκκλησία.

Όπως είπε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος κατά την τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων στο Chambésy, «ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν εἶναι μία νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ λύσει κάθε σοβαρὸ πρόβλημα. Εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸ ποὺ λέγομεν στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ Σύνοδό μας εἶναι: Σ’ ἕναν κόσμο ταραγμένο δὲν μένουμε σιωπηλοί, σὲ σκοτεινοὺς καιροὺς ἔχουμε ἕναν λόγο ἐλπίδος καὶ φωτός».[32] Είναι αυτονόητο ότι κάθε είδους θριαμβολογία είναι ασύμβατη με το πνεύμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

 

  1. Θεολογικές παρατηρήσεις και απάντηση στην κριτική προς το κείμενο

Αν προσθέσουμε στο κείμενο που συζητάμε και τα άλλα πέντε κείμενα της Συνόδου, σχετικά με την κανονική οργάνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τη ρύθμιση θεμάτων της πνευματικής ζωής και τις σχέσεις με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, καθώς και το αναμενόμενο Μήνυμα της Συνόδου, με το οποίο συνδέονται πολλές προσδοκίες, τότε το έργο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας προβάλλει ως ιδιαιτέρως σημαντικό.

Με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδό της η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει την ευκαιρία να εκφράσει δυναμικά τη συνοδική συνείδηση και ταυτότητά της, την ενότητα και την πιστότητα στην Παράδοση, και να αντιμετωπίσει χρονίζοντα εσωτερικά θέματα και προκλήσεις της εποχής μας, όπως δήλωσαν και οι Προκαθήμενοι στο Μήνυμα της Συνάξεως του Μαρτίου 2014: «Ἡ καρδιά ἡμῶν στρέφεται πρὸς τὴν ἀπὸ μακροῦ ἀναμενομένην Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μαρτυρήσωμεν τὴν ἑνότητα αὐτῆς, ὡς καὶ τὴν εὐθύνην καὶ τὴν στοργήν της πρὸς τὸν σύγχονον κόσμον».[33]

Είναι βέβαιο ότι η επί θύραις Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μία πρώτη φάση, ο εγκαινιασμός μίας ζωτικής συνοδικής περιόδου στη ζωή της Ορθοδοξίας. Η μακρά και κοπιώδης πορεία προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η διεξαγωγή της Συνόδου και οι προοπτικές για το συνοδικό μέλλον της Ορθοδοξίας, συγκροτούν τη σύγχρονη ταυτότητα και τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας, η οποία τρέφεται από τη διπλή αναφορά στην Παράδοσή της και στην αποστολή της μέσα στον κόσμο και την ιστορία.

Ο καθείς θα διαπιστώσει στα κείμενα της Συνόδου την προσπάθεια θεολογικής θεμελίωσης των θέσεων, τις πολλές εύστοχες αναφορές στη Βίβλο και στους Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν απορρίπτεται συνολικά ο σύγχρονος πολιτισμός, αλλά ασκείται κριτική στον φονταμενταλισμό της εκκοσμίκευσης επί τη βάσει θεολογικών παραδοχών. Όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό μέρος του κειμένου μας, ο λόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον κόσμο «ἀποβλέπει πρωτίστως ὄχι εἰς τὸ νὰ κρίνῃ καὶ καταδικάσῃ τὸν κόσμον (πρβλ. Ἰωάν. 3,17 καὶ 12,47), ἀλλὰ εἰς τὸ νὰ προσφέρῃ εἰς αὐτὸν ὡς ὁδηγὸν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν βεβαιότητα ὅτι τὸ κακόν, ὑπὸ οἱαδήποτε μορφήν, δὲν ἔχει τὸν τελευταῖον λόγον εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀφεθῇ νὰ κατευθύνῃ τὴν πορείαν της». Τονίζεται η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, εξαίρεται η ελευθερία ως «ἕν τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον», υπογραμμίζονται η κεντρική θέση της ειρήνης και της δικαιοσύνης, της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης, η ανάγκη έμπρακτης μέριμνας για κάθε άνθρωπο χρήζοντα βοηθείας, «διὰ τοὺς πεινῶντας, τοὺς ἀπόρους, τοῦς ἀσθενεῖς, τοὺς ἀναπήρους, τοὺς ὑπερήλικας, τοὺς διωκόμενους, τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς ἀστέγους, τὰ ὀρφανά, τὰ θύματα τῶν καταστροφῶν καὶ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, τῆς ἐμπορίας ἀνθρώπων καὶ τῶν συγχρόνων μορφῶν δουλείας».

Οι ορθόδοξες Εκκλησίες καλούνται να συμβάλουν στη διαθρησκειακή συνεργασία και στη διαμέσου αυτής απάλειψη του φανατισμού, στην υπέρβαση των διακρίσεων, στην «κατάλυσιν παντὸς μεσοτοιχίου ἔχθρας καὶ προκαταλήψεως», στην προώθηση της συμφιλίωσης και καταλλαγής, στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην ανάπτυξη πανανθρώπινης αλληλεγγύης.

Όλα αυτά προβάλλονται όχι ως απλές ηθικές και ανθρωπιστικές επιταγές, αλλά ως έκφραση της ευχαριστιακής και εσχατολογικής ταυτότητος της Εκκλησίας, ως συνέπεια του ασκητικού ήθους και της πνευματικής ζωής, ως «μαρτυρία τῆς ἀγάπης ἐν διακονίᾳ».

Σε αυτή τη βάση, ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις φωνές που προσπαθούν να υποβαθμίσουν το γεγονός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και τη στάση όλων εκείνων, οι οποίοι μόνον κριτική έχουν να εκφράσουν κατά της Συνόδου και των κειμένων. Αδυνατώ να αποδεχθώ τον χαρακτηρισμό «Μέτρο παρακμής η Μεγάλη Σύνοδος» εκ μέρους του καθηγητού Χρήστου Γιανναρά.[34] Ο Χ. Γιανναράς αδικεί τα κείμενα, γράφοντας ότι «τα θέματα που θα απασχολήσουν την “Μεγάλη” Σύνοδο δεν είναι “μεγάλα»” (καίρια, ουσιώδη, ζωτικά) για τους σημερινούς ανθρώπους, Είναι “μικρά”, κυριολεκτικώς ασήμαντα θέματα, τελείως άσχετα με τον φωτισμό “νοήματος” της ύπαρξης, του κόσμου, της ιστορίας».[35]

Θεωρώ ότι η όποια κριτική έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένη και εποικοδομητική. Το μέλημά μας οφείλει να είναι πώς θα συμβάλουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων του έκαστος, στην στήριξη του έργου της Συνόδου. Ορθώς, στην «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί τη συγλήσει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (20.03.2016) σημειώνεται ότι: «Ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι ὑπόθεσις ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα καὶ καλοῦνται νὰ ἐπιδείξουν τὸ ἐνδιαφέρον των δι’ αὐτὴν».

Προσωπικά, είμαι ιδιαιτέρως ικανοποιημένος που το κείμενό μας παίρνει θέση απέναντι σε πολλές προκλήσεις και αμαρτίες του σύγχρονου κόσμου, θέση την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία καλείται να επικυρώσει συνοδικά. Ασκείται, στη βάση χριστιανικών κριτηρίων, κριτική στις τάσεις, οι οποίες υποσκάπτουν την αγάπη και την αδελφοσύνη, στις σύγχρονες αντιπερσοναλιστικές δυνάμεις, οι οποίες μετατρέπουν τον άνθρωπο σε καταναλωτικό ζώο, σε «ζώον έχον», στον οικονομισμό και την «τρομοκρατία της αγοράς», στην κοινωνική αδικία και την εκμετάλλευση, στον επιστημονισμό και τον τεχνοκρατισμό, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στον πόλεμο και τη βία, στο φανατισμό, στις διακρίσεις, στον εθνικισμό κ.ά.

Είναι αυτονόητο ότι οι Εκκλησίες μας δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτές τις μεγάλες προκλήσεις. Αυτό δεν συνδέεται μόνο με το μέγεθος των προβλημάτων, αλλά απορρέει και από το κέντρο του χριστιανικού ευαγγελίου. Εφόσον το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ύψιστη αξία της εκκλησιαστικής διακονίας και με δεδομένο ότι τα κοινωνικά προβλήματα, οι οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις αγγίζουν τον άνθρωπο στο βάθος της ύπαρξής του, τότε μία Εκκλησία η οποία, με μια πλατωνίζουσα στάση, παραμελεί τον κόσμο, την κοινωνία και τις ανάγκες της εν ονόματι της προτεραιότητας της «ψυχής» ή του «πνεύματος», χάνει την αξιοπιστία της. Μια τέτοια στάση ουδετεροποιεί τελικά την κοινωνικοκριτική δυναμική της διδασκαλίας του Χριστού και συμβάλλει στη σταθεροποίηση του status quo και στη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας.

Η ένσταση ότι σε μια τέτοια επιλογή της Εκκλησίας, η εκκλησιαστική πράξη εμπλέκεται στις αμφισημίες των «ανθρωπίνων πραγμάτων», ότι η χριστιανική αγάπη μετατρέπεται σε πολιτική πράξη, μας υπενθυμίζει ότι, ακριβώς, στην ιδιαζόντως απαιτητική διακονία μας εν τω κόσμω, καλούμαστε, με αρωγό την αναπληρούσα τα ελλείποντα χάρη του Θεού, να κινητοποιήσουμε τη λογική και τη καρδιά μας, να ζήσουμε την εν Χριστώ ελευθερία μας ως αυθυπέρβαση και αγάπη. Είμαι, πάντως, βέβαιος ότι η Εκκλησία ζωογονείται από την ένταση μεταξύ του «ἐν τῷ κόσμῳ» και του «ἐκ τοῦ κόσμου» χαρακτήρα της.

Τα δόγματα της Εκκλησίας μας δεν είναι, όπως γράφει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, «αρχαιολογικοί θησαυροί»,[36] δεν ανήκουν στο αρχείο ή σε κάποιο συρτάρι. «Χρειαζόμαστε ερμηνεία των δογμάτων μας με υπαρξιακούς όρους».[37] Τα δόγματα πρέπει να τοποθετηθούν στη συνάφεια των σύγχρονων προκλήσεων για την Εκκλησία, να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν ως μαρτυρία της Εκκλησίας μέσα στον σύγχρονο κόσμο. «Δεν υπάρχει δόγμα της Εκκλησίας μας που να μην έχει κάτι να πει για τα πραγματικά προβλήματα του ανθρώπου».[38]

Φυσικά, μια τέτοια κατανόηση των δογμάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί όχι μόνον συστηματική θεολογική εργασία, αλλά και ευαισθησία, στοργή για τον άνθρωπο και τα παθήματά του. Ούτε η Παράδοσις της Εκκλησίας είναι αρχείο έτοιμων απαντήσεων, ούτε ο σύγχρονος άνθρωπος είναι εύκολα προσεγγίσιμος.

Σε αυτήν την προσπάθεια είναι σημαντικό να τονίζεται η εσχατολογική ταυτότητα της Ορθοδοξίας, η οποία προφανώς δεν παρήγαγε μια ακοσμική στάση, μια αδιαφορία για την ιστορία και τις περιπέτειές της. Μόνον μία παρανόηση της εσχατολογίας με την έννοια του εσχατολογισμού ή της θριαμβολογικής ταύτισης της Εκκλησίας με τη Βασιλεία του Θεού, λησμονώντας ότι η Εκκλησία δεν είναι η Βασιλεία, αλλά ότι μετέχει σε αυτή, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδιαφορία για την ιστορία, μία στάση, η οποία πάντοτε οδηγεί σε υποταγή της Εκκλησίας στις δυνάμεις και εξουσίες του κόσμου τούτου.

Είναι αυτονόητο ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να ταυτίζεται με τον κόσμο και τον πολιτισμό, να εκκοσμικεύεται. Σε εμένα, πάντως, προκαλεί θαυμασμό το γεγονός ότι η Ορθοδοξία ήταν σε θέση πάντοτε να αναπτύσσει, στη σχέση της με τον κόσμο και την ιστορία, «εσχατολογικά αντισώματα»,[39] όπως σημειώνει ο Άγιος Περγάμου. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Εκκλησία της αναστάσιμης χαράς και της ελπίδος της «κοινής Αναστάσεως». Ορθοδοξία και απαισιοδοξία είναι ασύμβατες στάσεις. Το ωραίο κείμενο «Ἡ Ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ σύγχρονῳ κόσμῳ» είναι γεμάτο ελπίδα, κατά το Παύλειον: «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5,20).


[1] Ι. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, ΙΙ, Graz 1968, 985 [1083].

[2] Δ’ Πανορθόδοξος Διάσκεψις (8-15 Ιουνίου 1968), Συνοδικά VI, Chambésy Γενεύης 1982, 103.

[3] Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (21-28 Νοεμβρίου 1976), Συνοδικά ΙΙ, Chambésy Γενεύης 1978, 48.

[4] Ό.π., 49.

[5] Ό.π., 42.

[6] Ό.π., 45.

[7] Ό.π., 125.

[8] Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (15-23 Φεβρουαρίου 1986), δακτυλογραφημένα Πρακτικά, Chambésy Γενεύης, 131.

[9] Επίσκεψις 351, 25/02/1986, 8-9.

[10] Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (28 Οκτωβρίου-9 Νοεμβρίου 1986), Πρακτικά-Κείμενα, Συνοδικά ΙΧ, Chambésy Γενεύης 2014, 175.

[11] Ό.π., 176.

[12] Ό.π., 178.

[13] Ό.π., 181.

[14] Ό.π., 185.

[15] Ό.π., 169.

[16] Ό.π., 170.

[17] Ό.π., 175.

[18] Ό.π.

[19] Ό.π.

[20] Ό.π., 183.

[21] Ό.π., 184.

[22] Ό.π.

[23] Ό.π., 188-189.

[24] Ο Μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος είχε τονίσει ότι το κείμενο «θὰ ἔδει νὰ ὁμιλῇ περισσότερον διὰ τὴν συνεργασίαν μετὰ τῶν ἄλλων θρησκειῶν εἰς θέματα εἰρήνης», αφού «τώρα ἡ Ῥώμη κάνει τὰ πρῶτα βήματα πρὸς μίαν συνεργασίαν μετὰ τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ προσευχή εἰς τὴν Ἀσσίζην» και εμείς οι Ορθόδοξοι «δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν ὅτι ἡ Ῥώμη ὑπῆρξε ποτὲ ἡ πρώτη, ἡ ὁποῖα ἤρξατο τὴν συνεργασίαν μετὰ τῶν ἄλλων θρησκειῶν, διότι γνωρίζομεν πολὺ καλῶς ὅτι ἡ μετὰ τῶν ἄλλων θρησκειῶν συνεργασία ἤρξατο πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀσσίζην» (ό.π., 186). Υπενθυμίζω ότι η Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις του 1976 είχε αποφασίσει τα εξής: «Ὅπως ἡ Διάσκεψις, ἐκφράζουσα τὴν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν καὶ συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δὲ εἰς τὴν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς, καὶ, τοιουτοτρόπως, εἰς τὴν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ ἐπικράτησιν τῶν ἰδεωδῶν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος, ἀπεφάσισεν ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεργασθῇ πρὸς τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων, ἐκτὸς τοῦ χριστιανισμοῦ, θρησκευμάτων» (Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Συνοδικά ΙΙ, 128).

[25] Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Συνοδικά ΙΧ, 256.

[26] Βλ. G. Larentzakis, «Orthodoxe Grundprinzipien menschlicher Koexistenz. Vorbereitungsdokument der panorthodoxen Synode», στο έργο: I. Gabriel/F. Gassner (επιμ.), Solidarität und Gerechtigkeit. Ökumenische Perspektiven, Ostfildern 2007, 174-199, εδώ 175.

[27] Ό.π., 174.

[28] Ως προς την αναφορά των κειμένων των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στο άρθρο 16 του Κανονισμού λειτουργίας Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων, όπως αυτός επικυρώθηκε από την Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, ισχύουν τα εξής: «Αἱ ἀποφἀσεις τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ἐπὶ τῶν καθ’ ἕκαστον θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως ἔχουν εἰσηγητικὸν χαρακτῆρα πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, διὸ καὶ, καίτοι ἀποτυπώνουν τὴν ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων θεμάτων ὀρθόδοξον παράδοσιν, δὲν ἔχουν ἄμεσον δεσμευτικὸν κῦρος διὰ τὰς κατὰ τόπους Ἐκκλησίας, πρὶν ἤ ἀποφανθῇ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» (Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Συνοδικά ΙΧ, 300).

[29] J. Chryssavgis, Toward the Holy and Great Council. Retrieving a Culture of Conciliarity and Communion, Greek Orthodox Archdiocese of America, New York 2016, 22.

[30] Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Συνοδικά ΙΧ, 179.

[31] Ό.π.

[32] Βλ. J. Chryssavgis, Toward the Holy and Great Council. Retrieving a Culture of Conciliarity and Communion, Greek Orthodox Archdiocese of America, New York 2016, 47.

[33] Επίσκεψις 760, 31/03/2014, 11.

[34] Χ. Γιανναρά, «Μέτρο παρακμής η “Μεγάλη Σύνοδος”», εφημ. Η Καθημερινή, 13.03.2016.

[35] Ό.π.

[36] Ι. Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, «Ορθόδοξη Εκκλησία και τρίτη χιλιετία», στο έργο: Στ. Φωτίου (επιμ.), Η υποδοχή του άλλου. Ορθόδοξες πνευματικές αξίες και Νεωτερικότητα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, 101-123, εδώ 121.

[37] Ό.π.

[38] Ό.π.

[39] Ι. Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, «Εκκλησία και Έσχατα», στο έργο: Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος/Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Εκκλησία και Έσχατα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, 27-45, εδώ 41.