Η αποστολή της Ορθοδοξίας σήμερα: έξοδος και διακονία
15 June 2016
(Στο πνεύμα των προσυνοδικών Διακηρύξεων)
Δημήτριος Κεραμιδάς
1. Η σημασία μιας Διακήρυξης για την ιεραποστολή
Το κείμενο «Η αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο», που εγκρίθηκε από τη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών τον Ιανουάριο του 2016 (Σαμπεζύ), πρόκειται να υποβληθεί ad referendum, μαζί με τα υπόλοιπα προσυνοδικά κείμενα, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το κείμενο, μαζί με εκείνο που αφορά τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, είναι μέρος μιας ευρύτερης θεματικής σχετικά με τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας ad extra[1]. Προηγουμένως, η 5η Προσυνοδική Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη (Σαμπεζύ, 2015) είχε κάνει μια επεξεργασία του κειμένου της 3ης Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Συνδιάσκεψης (Σαμπεζύ, 1986) «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων», αναθεώρηση που η Σύναξη των Προκαθημένων του 2016 δέχθηκε με κάποιες μικρές τροποποιήσεις[2]. Δεδομένης της σημασίας του θέματος, το κείμενο είναι πρώτo στη σειρά των προς συζήτηση εγγράφων[3].
Σε σύγκριση με το κείμενο του 1986, αυτά του 2015 και του 2016 παρουσιάζουν μια σημαντική, πλην όμως σαφή, διαφοροποίηση: πράγματι, στις τελευταίες δύο εκδοχές έχει διατηρηθεί το θέμα της «συμβολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», αλλά ως τίτλος του κειμένου υποδεικνύεται πλέον η «αποστολή» της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο. Η επιλογή αυτή αλλάζει την κατανόηση του κειμένου και δίδει τη δυνατότητα στους συντάκτες του, τους σχολιαστές, το εκκλησιαστικό σώμα και, κυρίως, στους συνοδικούς πατέρες να διευρύνουν τον ορίζοντα του εγγράφου και ν’ αναδείξουν νέες οπτικές που στις προηγούμενες εκδοχές του, όπου το ενδιαφέρον για την ιεραποστολή τονιζόταν λιγότερο, δεν είχαν τονιστεί με έμφαση[4].
Ήδη η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του 2008 (Φανάρι) είχε επισημάνει πως «η Εκκλησία του Χριστού ασκεί σήμερον την διακονίαν αυτής εις ένα ταχύτατα εξελισσόμενον κόσμον, ο οποίος καθίσταται πλέον αλληλένδετος χάρις εις τα μέσα επικοινωνίας καί την εξέλιξιν των συγκοινωνιακών μέσων και της τεχνολογίας»[5]. Η αναγνώριση πως ο σύγχρονος παγκόσμιος πολιτισμός υφίσταται βαθιές και ραγδαίες αλλαγές ωθεί στην αναθεώρηση της αποτελεσματικότητας των μέχρι σήμερα παραδοσιακών ιεραποστολικών μοντέλων (εξάπαντος χρήσιμα σ’ έναν κόσμο που νοείται, όμως, ως...ήδη εκχριστιανισμένος) και στην αξιολόγηση των πολιτισμικών και θρησκευτικών πραγματικοτήτων που βρίσκονται σε μια κατάσταση ζωή χωρίς τον Χριστό ή που αυτοπροσδιορίζονται ως μετα-χριστιανικές. Ποιά είναι, υπό τις συνθήκες αυτές, η μαρτυρία της Ορθοδοξίας έναντι των νέων διαπολιτισμικών και διαθρησκευτικών προκλήσεων; Πρόκειται, βεβαίως, για ερωτήματα που εκτείνονται πέρα του ορίζοντα ενός συνοδικού κειμένου το οποίο, όσο πλήρες κι αν είναι, δεν μπορεί να δώσει οριστικές απαντήσεις. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει ένα magisterium που να επεμβαίνει ώστε να προσφέρει στο εκκλησιαστικό σώμα υποδείξεις αυθεντικού εκκλησιαστικού κύρους. Η Ορθοδοξία στηρίζεται στην αποστολική πίστη, την πατερική και συνοδική παράδοση, στο ευχαριστιακό ήθος και τη μυσταγωγία της βυζαντινής λειτουργίας, στην πνευματικότητα και το ασκητικό μοναστικό πνεύμα· όλ’ αυτά θεωρούνται «πηγές» της ορθόδοξης ταυτότητας.
Με ποιόν τρόπο, όμως, η πιστότητα στην παράδοση μπορεί να επηρεάσει σήμερα ενεργά το ιεραποστολικό ήθος της Ορθοδοξίας; Επιβεβαιώνεται στο προσυνοδικό κείμενο η άποψη πως οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι ικανοποιημένες μόνο με την «ομολογιακή» προφύλαξη της πίστης τους, δείχνοντας μικρό ενδιαφέρον για το δημόσιο και το ιεραποστολικό της έργο, ή μήπως μπορούμε ν’ αντιληφθούμε στην προσυνοδική διαδρομή την αποκρυστάλλωση νέων ιεραποστολικών διαδρομών; Υπ’ αυτή την άποψη, θα επιχειρήσουμε ένα σύντομο σχόλιο γύρω από τις θεολογικές αρχές που υπάρχουν στο έγγραφο και που μπορούν να χρησιμεύσουν ως οδηγός για τη φωνή της Ορθοδοξίας σήμερα.
2. Το κείμενο
Το έγγραφο απαρτίζεται από έναν πρόλογο και έξι παραγράφους που τιτλοφορούνται ως εξής:
1. Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου
2. Περί ελευθερίας και ευθύνης
3. Περί ειρήνης και δικαιοσύνης
4. Η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου
5. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των διακρίσεων
6. Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μαρτυρία αγάπης εν διακονία.
Το κείμενο ξεκινά με μια αξιωματική θέση, υπενθυμίζοντας την εσχατολογική και ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας: «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζῇ «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 17, 11 καί 14-15). Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ σημεῖον καί εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, εὐαγγελιζομένη μίαν «καινήν κτίσιν» (Β´ Κορ. 5, 17)» και την ελπίδα της συμφιλίωσης, της ειρήνης και της αγάπης. Η ευαγγελική είδηση της μεταμόρφωσης του κόσμου βιώνεται στη θεία ευχαριστία, μέσω της οποίας τα διάσπαρτα παιδιά του Θεού ενώνονται «επί το αυτό», ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, ηλικία ή κοινωνικό υπόβαθρο, αλλά και στα πρόσωπα των αγίων οι οποίοι έχουν καταθέσει μαρτυρία, μέσω της εν Χριστώ αρετής τους, για το ότι η «νέα κτίση» της δικαιοσύνης και της αγάπης δεν είναι μια ουτοπία, αλλά μια υλοποιήσιμη υπόσχεση.
Υπ’ αυτήν την άποψη, η «βίωση» της Βασιλείας του Θεού δεν σημαίνει αδράνεια για τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, ούτε καταδίκη του κόσμου. Το να «ζει» κανείς τη νέα κτίση σημαίνει να προσφέρει το Ευαγγέλιο ως οδηγό, να συνοδεύει τον κόσμο με αγάπη, υπομονή και προσευχή, ενστερνιζόμενος τις πληγές και τις λύπες του. Ως εκ τούτου, η χριστιανική αγάπη δεν αποτελεί μια διπλωματική πράξη, αλλά μεταδίδει τον κενωτικό και διακονικό τρόπο ζωής και εγκαταλείπει τα στενά όρια του «εγώ», κατηχείται στην αληθινή ελευθερία της σχέσης με τον Τριαδικό Θεό.
Έχοντας αυτά κατά νου, το κείμενο στοχεύει αφενός στην κατάδειξη της υπεροχής των εσχάτων (η Εκκλησία κηρύσσει έναν νέο τρόπο ζωής που της έχει αποκαλυφθεί, ο οποίος δεν είναι αυτού του κόσμου) και από την άλλη στον τονισμό της σημασίας της ιεραποστολικής δράσης εντός της ιστορίας. Ο πρόλογος καταλήγει ως εξής: «Ἀντλοῦσα ἀπό τάς ἀρχάς αὐτάς καί ἀπό τήν ὅλην ἐμπειρίαν καί διδασκαλίαν τῆς πατερικῆς, λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς της παραδόσεως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει εἰς τόν προβληματισμόν καί τήν ἀγωνίαν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ὡς πρός θεμελιώδη ὑπαρξιακά ζητήματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τόν σύγχρονον κόσμον, ἐπιθυμοῦσα νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισίν των, ὥστε νά ἐπικρατήσῃ εἰς τόν κόσμον ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» (Φιλ. 4, 7), ἡ καταλλαγή καί ἡ ἀγάπη».
Οι συντάκτες του κειμένου προσπάθησαν να συμβιβάσουν τη διαλεκτική μεταξύ εσχάτων και ιστορίας, τονίζοντας την προφητική διάσταση της Εκκλησίας, με άλλα λόγια τη συμμετοχή στα κοινά. Η νέα ζωή του Ευαγγελίου είναι για τους χριστιανούς υπόσχεση και ταυτόχρονα ελπίδα, ένα γεγονός που μπορεί να ζήσει κανείς προληπτικά και χαρισματικά (στην ευχαριστία, μέσω της αγιότητας), αλλά και ως πραγματικότητα που μπορεί να επιτευχθεί και ως κοινωνική ευθύνη. Η αποστολή, λοιπόν, της Εκκλησίας εξελίσσεται ακριβώς στην κήρυξη του «ήδη» των εσχάτων» στο «όχι ακόμα» της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να ξεπεραστεί η ένταση μεταξύ του «ζην εω τω κόσμω» και του «όχι εκ του κόσμου τούτου», διαιωνίζοντας το ενσαρκωτικό, δηλαδή κενωτικό και διακονικό ήθος του Χριστού και κομίζοντας την ελπίδα της Αναστάσεως, όπου τα ίχνη και ο πόνος του θανάτου εξαφανίζονται. Μια ιεραποστολή που δεν δέχεται τη δημιουργική ενέργεια του Πατέρα, που δεν ακολουθεί τα ίχνη του Κυρίου και δεν αισθάνεται την αγιαστική πνοή του Πνεύματος αρνείται τον Γολγοθά, την Κένωση του Σταυρού, την Ανάσταση που νικά τον παλαιό τρόπο ζωής, την Πεντηκοστή. Το κείμενο εξηγεί ότι ο εσχατολογικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού δε σημαίνει αποχώρηση από την ιστορία, αλλά είναι ένας δείκτης ώστε η Βασιλεία να μπορεί ν’ «αγγιχτεί» εντός του κόσμου.
Στις πρώτες παραγράφους του κειμένου είναι δυνατόν να βρεθεί μια απάντηση στο αρχικό ερώτημα αναφορικά με την (υποτιθέμενη) διστακτικότητα των ορθοδόξων έναντι της ιεραποστολής. Η ιδέα που διατρέχει το έγγραφο είναι πως οι πνευματικές πηγές της Ορθοδοξίας, όσο πολύτιμες κι αν είναι, δεν πρέπει να θεωρούνται μουσειακά αντικείμενα ή αρχαιολογικά λείψανα του παρελθόντος· η λειτουργία, τα δόγματα ο μοναχισμός θα πρέπει να θεωρηθούν δείκτες μιας νέας ζωής, απτές απαντήσεις στην πρόσκληση να βιωθεί το Ευαγγέλιο σε κάθε στιγμή και να επικοινωνηθεί σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον. Όπως σχολιάζει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ι. Ζηζιούλας: «Χρειαζόμαστε ερμηνεία των δογμάτων μας με υπαρξιακούς όρους [...]Δεν υπάρχει δόγμα της Εκκλησίας μας που να μην έχει κάτι να πει για τα πραγματικά προβλήματα του ανθρώπου»[6]. Χωρίς την υλοποίηση της εν Χριστώ ζωής και της θεανθρώπινης συνεργίας, η παρουσία του Χριστιανισμού στη γη παραμένει νεκρή λέξη ή μειώνεται σε θριαμβευτικές δηλώσεις περί ομολογιακής ανωτερότητας. Η θρησκευτική αλαζονεία δεν αφήνει περιθώρια εξόδου στον κόσμο, ούτε στην (κενωτική) δράση της συγχώρεσης, της μετάνοιας και της μεταμόρφωσης του κόσμου σε Βασιλεία του Θεού. Όποιος αγκαλιάζει την πίστη στο Χριστό επανατοποθετεί τη ζωή του προς ένα νέο τρόπο ζωής και δράσης ριζικότερο απ’ όποιον είναι σε μια κατάσταση ζωής «δίχως Χριστό». Ο Χριστιανισμός εισήγαγε μια ρήξη ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν μάταια αναζητήσει τον «εθνικό» και «ιδεολογικό» Χριστό και σε όσους Τον γνώρισαν και Τον κήρυξαν στον κόσμο[7]. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κανείς να πει πως, κατά μία έννοια, η διαφορά βρίσκεται μεταξύ όσων μπορούν να «δουν» τον Χριστό και όσων, αντίθετα, βρίσκονται μακριά από το φως Του. Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνία με τον Χριστό, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη Του στα βάθη της ύπαρξής μας (όπως ο ίδιος ο Κύριος έκανε στην έρημο, και στη συνέχεια με το πάθος και το θάνατό Του) στην ευχαριστία, δηλαδή στην παραδεδομένη από τον Κύριο εκκλησαστική πράξη κοινωνίας μαζί Του, αλλά και όπου ενεργείται η ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Μετά από αυτές τις αναφορές, το κείμενο περνάει στην εξέταση της αξίας του ανθρώπου ως κατ’ εικόνα δημιουργία του Θεού ενταγμένου στο σχέδιο της θείας οικονομίας (§A.1)[8]. Το κείμενο διευκρινίζει ότι στην ιστορία του μυστηρίου της σωτηρίας ο άνθρωπος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο: ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, ώστε να περιφρουρεί την ορατή δημιουργία και ν’ αντιλαμβάνεται την αόρατη. Ο σκοπός της ενσάρκωσης του Χριστού ήταν να οδηγήσει τον άνθρωπο στη θέωση: ο Χριστός ανακαίνισε τον άνθρωπο για να τον σώσει όχι ως άτομο αλλά στην ολότητά του, δηλαδή ως είδος. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα ανακεφαλαιώθηκε στον Χριστό-νέο Αδάμ, προκειμένου να επιστρέψει στην αρχική της ομορφιά και κατάσταση[9]. Απ’ αυτή την ιδέα ξεπηδούν σημαντικές συνέπειες για την ιεραποστολή: η ανακεφαλαίωση του ανθρώπινου γένους εν Χριστώ σημαίνει πως, πλέον, μπορούμε να διακρίνουμε και σε άλλες ομολογιακές και θρησκευτικές συνάφειες την παρουσία του Χριστού. Με βάση αυτά το κείμενο προτείνει τη συνεργασία: (α) με τους άλλους χριστιανούς «διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης» (§A.2)· (β) με τους μη χριστιανούς, ώστε να επικρατήσει η συμφιλίωση, η ελευθερία και η ειρήνη – χωρίς συγκρητισμό ή επιβολή της μιας θρησκείας πάνω στην άλλη (§A.3)· και (γ) με «όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης» «τῶν ἀγαπώντων τήν κατά Θεόν εἰρήνην». Η στάση αυτή είναι «εντολή του Θεού» (§A.4) και ως εκ τούτου είναι για τους Χριστιανούς ένα επιτακτικό καθήκον.
Φθάνουμε, έτσι, στο θέμα της διαχριστιανικής και διαθρησκευτικής συνεργασίας, εκκινώντας από μια ανθρωπολογική βάση καθολικής αποδοχής (η αξία του ανθρώπου), η οποία με τη σειρά της υποδεικνύει την (χριστιανική) έννοια της αποκατάστασης των πάντων εν Χριστώ και να της ενσωμάτωσης όλων στο σωτηριώδη σχέδιο του Θεού. Οι έννοιες της «ανακεφαλαίωσης» και της «οργανικής ενότητας της ανθρωπότητας» θα επαναληφθούν σε άλλες παραγράφους του κειμένου (π.χ. στην §Γ.1)[10] . Εδώ προσφέρονται ως βάση, προκειμένου να υποστηριχθεί η ιδέα της συνεργασίας με τον μη χριστιανικό κόσμο. Οι συστάσεις υπέρ της διαθρησκειακής συνεργασίας μάς επιτρέπουν να υποστηρίξουμε πως στο προσυνοδικό κείμενο κάποιος ρόλος αναγνωρίζεται στις μη χριστιανικές θρησκείες στην προώθηση των αξιών που ο ίδιος ο Θεός έχει δωρίσει στην ανθρωπότητα. Δεν μπορεί, συνεπώς, να μην αναγνωρίσει κανείς τον περιεκτικό χαρακτήρα του κειμένου, κάτι που ο Ορθόδοξος κόσμος στη σύγχρονη πορεία του δεν μπορεί ν’ αγνοήσει[11].
Και στην τρίτη ενότητα, αφιερωμένη στην «Ειρήνη και τη δικαιοσύνη», μπορούν να βρεθούν σημαντικές αναφορές που ν’ απηχούν την περιεκτική λογική του εγγράφου. Οι συντάκτες δεν ήθελαν να κάνουν απλώς ένα κήρυγμα για τη σημασία της ειρήνης και της δικαιοσύνης, αλλά προσπάθησαν να διακρίνουν την ολιστική αξία αυτών των εννοιών. Ποιά είναι η φύση της χριστιανικής ειρήνης; Αυτή βασίζεται στην ειρήνη του Χριστού (Εφ 6,15), στην ανακεφαλαίωση όλων των πραγμάτων εν Χριστώ, στην ανάδειξη «τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ», στην «οργανική ενότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τοῦ κόσμου», στην «καθολικότητ[α] τῶν ἀρχῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης» και, τέλος, στην «καρποφορία τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν τοῦ κόσμου»[12]. Ως εκ τούτου, η χριστιανική ειρήνη είναι «ὁ καρπός τῆς ἐπί τῆς γῆς ἐπικρατήσεως ὅλων αὐτῶν τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν» (§Γ.1). Η παγκοσμιότητα και καθολικότητα των χριστιανικών αξιών διευρύνει την ιεραποστολική υπόσταση της Εκκλησίας προς ένα πεδίο δράσης που υπερβαίνει τις διαφορετικές θρησκευτικές και εθνοτικές εκφράσεις και έτσι καθιστά τη χριστιανική ειρήνη «εὐρυτέρα καί οὐσιαστικωτέρα» της ειρήνης που επαγγέλλεται ο κόσμος. Η Εκκλησία του Χριστού προσεύχεται για την ειρήνη που είναι η «μυστική δύναμις» που προέρχεται «ἀπό τήν καταλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν οὐράνιον Πατέρα Του, «κατά πρόνοιαν Ἰησοῦ, τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσιν ἐνεργοῦντος» και επιτυγχάνεται με την προς αλλήλους αγάπη (§Γ.2).
Η ειρήνη και η δικαιοσύνη είναι, επομένως, συνυφασμένες με τη θεανθρώπινη συμφιλίωση ως ένα ευαγγελικό αγαθό και δώρο του Θεού. Παρόλ’ αυτά, αν και θείες δωρεές, εξαρτώνται από την ανθρώπινη συνέργεια (§Γ.3) και ανθίζουν τόσο εκεί όπου οι Χριστιανοί κάνουν έργα της πίστης, αγάπης και ελπίδας στο όνομα του Ιησού Χριστού (§Γ.3), όσο και είναι όπου μπορούμε νε επιβεβαιώσουμε έργα ειρήνης και αγάπης μεταξύ των παιδιών του ενός ουράνιου Πατέρα και των λαών που απαρτίζουν τη μία ανθρώπινη οικογένεια (§Γ.4). Με άλλα λόγια, οπουδήποτε προωθούνται οι αξίες της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας υπάρχει η ευδοκία του Πατέρα για την κτιστή δημιουργία, η αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος για τον κόσμο. Και πάλι το κείμενο αναφέρεται στη (διαθρησκειακή) συνεργασία και στήριξη όσων «εἰς διάφορα μέρη τοῦ κόσμου στεροῦνται τῶν ἀγαθῶν τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης» (§Γ.5).
Η τέταρτη παράγραφος («Η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου») εκφράζει τις συνέπειες της έλλειψης της «μυστικής δύναμης της ειρήνης» στις σχέσεις μεταξύ θρησκειών και λαών: η πρόκληση του θρησκευτικού φανατισμού, οι διώξεις κατά των χριστιανών και των «άλλων κοινοτήτων» στη Μέση Ανατολή και αλλού, η εκρίζωση των χριστιανών από τις πατρίδες τους, οι εθνοκαθάρσεις κ.ο.κ. (Δ.3). Στη Βασιλεία του Θεού, όμως, δεν υπάρχει χώρος για μίσος, εχθρότητα και διαμάχες. Ως εκ τούτου, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καταδικάζουν «έντονα» τις συγκρούσεις και τους πολέμους που προκαλούνται από θρησκευτικές αιτίες, διότι θέτουν σε κίνδυνο τις «ὑφιστάμεναι διαθρησκειακαί καί διεθνεῖς σχέσεις»· γι’ αυτό οι ορθόδοξοι «συμπάσχουν» μαζί με τους αδελφούς τους χριστιανούς και με όσους διώκονται (Δ.3), στηρίζοντας κάθε πρωτοβουλία που μπορεί να αποτρέψει καταστάσεις καταστροφών (§Δ.2)[13].
Το κείμενο θα επανέλθει στην έννοια της ενότητας της ανθρωπότητας (Πράξ. 17,26) που, εν Χριστώ, διαπερνά όλες τις ανθρώπινες κατηγορίες (Γαλ. 3,28) και καταδικάζει τις εθνοτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και φυλετικές διακρίσεις (§Ε.2). Όλοι οι άνθρωποι είναι εικόνα του Θεού και απολαμβάνουν ίσα πολιτκά δικαιώματα. Το κείμενο δεν παραλείπει να θυμηθεί το δικαίωμα της Εκκλησίας να «διακηρύττῃ τήν μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας της εἰς τὀν δημόσιον χῶρον», ενθυμίζει πως η χριστιανική ανθρωπολοία είναι διαφορετική από την «μοντέρνα» έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι, με βάση την πίστη της Εκκλησίας, την περί μυστηρίων διδασκαλία και την εκκλησιαστική παράδοση (§Ε.3), υποδεικνύεται, εμμέσως, η ανάγκη χειραφέτησης από τον απόλυτο ορθολογισμό – και κατά κάποιο τρόπο και της απο-εκκοσμίκευσης – της «ηθικής» που σήμερα προωθείται από τους κοσμικούς θεσμούς[14].
Η τελευταία παράγραφος («Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μαρτυρία αγάπης εν διακονία») παραθέτει τις σημερινές παγκόσμιες προκλήσεις στις οποίες καλείται να λάβει χώρα η χριστιανική ιεραποστολή, με κενωτικό και διακονικό πνεύμα. Αξίζει να αναφέρουμε κάποιες από αυτές: η φροντίδα για τους αρρώστους, τους φυλακισμένους, τους καταπιεσμένους, τους διωκώμενους, τους φυλακισμένους, τα ορφανά, τα θύματα καταστροφών και των θυμάτων διαφόρων μορφών δουλείας (§ΣΤ.1)· οι θρησκευτικές συγκρούσεις και η αντιπαλότητα μεταξύ των εθνών· η μεταναστευτική κρίση που διαταράσσει την εσωτερική συνοχή των κοινωνιών (§ΣΤ.2)· το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η έλλειψη μιας οικονομικής «ηθικής» έναντι των ανθρωπίνων αναγκών (§ΣΤ.4)· ο καταναλωτικός τρόπος ζωής και η δίχως φραγμούς κερδοσκοπία που δεν βασίζεται σε θρησκευτικές αξίες (§ΣΤ.7)· η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που εκμεταλλεύεται τις ανθρώπινες συνειδήσεις (§ΣΤ.8)· η οικολογική κρίση (§ΣΤ.10)· η επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη των βιοτεχνολογικών επιστημών, που δεν δίνουν προσοχή στην αξιοπρέπεια και ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου (§ΣΤ.11-12)· η κρίση της παραδοσιακής οικογένειας και τα προβλήματα της νεολαίας (§ΣΤ14).
Κι ενώ οι Ορθόδοξες εκκλησίες προωθούν την αλληλεγγύη και τη συνεργασία μεταξύ λαών και Κρατών (§ΣΤ.6), είναι προφητικό έργο της Ορθοδοξίας να κηρύξει τη Βασιλεία του Θεού, να καλλιεργήσει την ενότητα του ποιμνίου της (§ΣΤ.9) και να ζήσει με υποδειγματικό τρόπο την αλήθεια, την πνευματικότητα και το ασκητικό χριστιανικό ήθος (§ΣΤ.13). Η παράγραφος καταλήγει με τις ακόλουθες παρατηρήσεις που συνοψίζουν, κατά κάποιο τρόπο, την κεντρική ιδέα του κειμένου: «Εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν καί ἀείποτε, ἡ προφητική καί ποιμαντική φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀπευθύνεται εἰς τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί καλεῖ αὐτόν, μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἵνα ἐνστερνισθῇ καί βιώσῃ «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα» (Φιλιπ. 4,8), τήν θυσιαστικήν ἀγάπην τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου της, τήν μόνην ὁδόν πρός ἕνα κόσμον εἰρήνης, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν» (§ΣΤ.15).
3. Γενικές παρατηρήσεις: ποιά η αποστολή της Ορθοδοξίας μετά την Αγιά και Μεγάλη Σύνοδο;
Το κείμενο περιέχει πολύ αξιόλογες ιδέες που συνδέονται με τη θεολογία της ιεραποστολής και τις εκθέτει με σαφήνεια και λαγαρότητα[15]. Εξαρχής τονίζεται πως το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας είναι ένα χαρισματικό γεγονός, μια «έξοδος» στον κόσμο, παρά μια θεσμική στατική πραγματικότητα, εσωστρεφής και απολογητική. Η ιεραποστολή πηγάζει από την κενωτική, θυσιαστική και διακονική αγάπη του Θεού, εμπνέεται από την ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ και προωθεί τη συμμετοχή του «πλησίον» στη ζωή του Βασιλείου. Η συμμετοχή αυτή δεν σημαίνει την καταναγκαστική τήρηση των χριστιανικών δογμάτων (χωρίς, προφανώς, ν’ απορρίπτει το έργο της αναγγελίας του Ευαγγελίου του Χριστού στα έθνη), αλλά την επέκταση στην ιστορία των εσχάτων, που οι χριστιανοί ζουν ήδη προκαταβολικά στην ευχαριστία και μέσω της αγιότητας. Είναι καθήκον της Εκκλησίας να μετατρέψει την ιστορία «σε χώρο όπου επιτυγχάνεται η σωτηρία», να φέρει τα έσχατα στην ιστορία, ώστε να καταστήσει την τελευταία «χώρο όπου πραγματώνεται η σωτηρία»,[16] πράγμα που σημαίνει πως η Εκκλησία διακηρύσσει (δίχως να ταυτίζεται με) τη Βασιλεία που δεν είναι «αυτού του κόσμου», καταγγέλλει την ηγεμονία του κόσμου (και, επομένως, δεν ταυτίζεται με καμία κοσμική ή εθνοκεντρική ιδεολογία). Επιπλέον, ζωογονείται μέσω της διαλογικής σχέσης με τον κόσμο, της αφθονίας της αγάπης, ακόμη κι εκεί όπου φαίνεται να κυριαρχεί η αμαρτία.
Το κείμενο υιοθετεί, λοιπόν, μια προφητική λογική του οποίου η περιεκτική σημασία έχει ήδη αναφερθεί. Στην πραγματικότητα, η «οργανική» ενότητα της ανθρωπότητας και η ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ – που είναι οι κεντρικές ιδέες του προσυνοδικού κειμένου – ανοίγουν την προοπτική της συνεργασίας μεταξύ χριστιανών και μη χριστιανών. Έτσι, όσοι ασχολούνται με την ιεραποστολή δεν υπόκεινται πλέον στις εντάσεις της ιστορίας (τόσο ομολογιακές, όσο και εθνικές) αλλά έχουν την ευθύνη ν’ ανακαλύψουν τα ίχνη των εσχάτων πέρα από κοινωνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς διαχωρισμούς – με άλλα λόγια, καλούνται να δράσουν εντός της ιστορίας, έχοντας το βλέμμα πέρα απ’ αυτήν. Αυτονοήτως, η μαρτυρία του Ευαγγελίου συνεπάγεται τη δημόσια ευθύνη, την καταγγελία των ιδεολογικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων που προκαλούν το κακό και το μίσος. Το κείμενο επισημαίνει, ωστόσο, ότι ο δημόσιος χαρακτήρας της χριστιανικής ιεραποστολής δεν νομιμοποιεί την πολιτικοποίηση της πίστης ή την ανάπτυξη μιας χριστιανικής απολογητικής στατικής και πολεμικής, δηλαδή απορρίπτει τα εκκλησιολογικά εκείνα μοντέλα που εκπροσωπούν έναν Χριστιανισμό «της ιστορίας» και όχι των εσχάτων και, επομένως, έναν Χριστιανισμό κομμάτι της ιστορίας, αιτία και όργανο για τη διεξαγωγή ιδεολογικών μαχών, χωρίς να προσφέρει στον άνθρωπο την εσχατολογική και «ολιστική» προοπτική του χριστιανικού μηνύματος[17].
Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, από το κείμενο λείπει η θεωρητική αξιολόγηση των μη χριστιανικών θρησκειών, λόγω του ότι ο στόχος του αφορά την πρακτική διαθρησκειακή συνεργασία. Ως εκ τούτου, το ερώτημα σχετικά με τη θέση των μονοθεϊστικών θρησκειών στο σχέδιο της θείας οικονομίας παραμένει εκκρεμές. Θα ήταν, ως εκ τούτου, σκόπιμη μια περαιτέρω εμφάθυνση του κειμένου από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στις εξής παραμέτρους: τί σημαίνει ο όρος «οργανική ενότητα της ανθρωπότητας» για τις σχέσεις μεταξύ των θρησκειών; Πρόκειται για μια ενότητα που πραγματώνεται μέσα από την οπτική γωνία των κοινωνικών συμμαχιών, των πολιτικών δικτύων και των διπλωματικών πρωτοβουλιών, ή – όπως είναι διαίσθησή μας – μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανείς μια ανθρωπότητα που διαθέτει μια οργανική «οντολογία» που την καθιστά ενωμένη, όπως προτείνεται από το κείμενο («κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων», §B.1), με κάποιο τρόπο υπάρχει ήδη; Επίσης, ποιά είναι η ορθή ερμηνεία της έννοιας «ανακεφαλαίωση εν Χριστώ»; Αφορά μόνο την θεσμική αποδοχή της χριστιανικής πίστης ή την τήρηση των αξιών της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας από τους μη χριστιανούς μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχει ήδη κάποια σύγκλιση των τελευταίων με τη θεία πρόνοια; Τέλος, θα πρέπει να καθοριστεί το όριο μεταξύ «ιεραποστολής» και «(διαθρησκειακού) διαλόγου», μεταξύ αναγγελίας και μαρτυρίας[18].
Υπάρχουν, τέλος, αυτοί που μίλησαν για μια «συντηρητική στροφή» του κειμένου του 2016 σε σύγκριση με τα προηγούμενα προσχέδια[19]. Πράγματι, μένει κανείς με την εντύπωση πως το κείμενο θέλει ν’ αποφύγει την έμφαση σε θεολογικές αναφορές που από κάποιους θεωρήθηκαν προβληματικές, όπως ο όρος «ιερό» (§A.3 του 2015), αναφορικά με το ανθρώπινο πρόσωπο – όρος που απουσιάζει από την τελευταία εκδοχή του κειμένου· η αντικατάσταση του όρου «οντολογική» (§B.1 και §Γ.1 του 1986) με τον όρο «οργανική» (§Γ.1 του 2015/2016) για την περιγραφή της ενότητας του ανθρωπίνου γένους· η παράλειψη της αναφοράς στο «σεβασμό και την αποδοχή» της ελευθερίας ως «τρόπος εκφράσεως της ταυτότητος του προσώπου δια του οποίου αναδύεται μία συγκεκριμένη στάσις ζωής και καθορίζεται η ευθύνη του κάθε προσώπου ως μία κίνησις αναφορική του ενός προς τον άλλον» (§B.3 του 2015), που προκάλεσε διαφορετικές ερμηνείες· η διαγραφή των δύο παραγράφων στο κείμενο του 2015 αναφορικά με την έννοια του «προσώπου».
Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει την προφητική πνοή του κειμένου: την παρουσία θαρραλέων θεολογικών ιδεών, την ανοιχτή και θετική στάση έναντι των άλλων θρησκειών, την αναμέτρηση με τα προβλήματα του κόσμου, την ευαισθησία για τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου, την αγωνία για ένα ιεραποστολικό ήθος που να ενεργεί εντός της ιστορίας, αλλά και που να υπενθυμίζει πως η Εκκλησία είναι η κατεξοχήν κοινωνία των εσχάτων που καταγγέλλει τις αιτίες του κακού και υποστηρίζει όλες τις προσπάθειες για ειρήνη, δικαιοσύνη και ελευθερία. Απομένει, λοιπόν, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο και την μετασυνοδική περίοδο το χρέος να συμπληρώσουν τυχόν αδυναμίες του κειμένου, ξεπερνώντας τις συνήθεις αντιστάσεις των συντηρητικών κύκλων, και να ολοκληρώσει την – όχι πάντα εύκολη – ενσωμάτωση του κειμένου στη ζωή (και την ιεραποστολή) του πληρώματος της Εκκλησίας[20].
[1] Από την αρχή της προσυνοδικής διαδικασίας θεωρήθηκε ορθό να μην ασχοληθεί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με ζητήματα δογματικά, αλλά με άμεσα, πρακτικά και επείγοντα θέματα αφορώντα τη ζωή των πιστών των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και της διασποράς.
[2] Το ζήτημα της «Συμβολής των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στην επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και την άρση των φυλετικών διακρίσεων» ενεγράφη στον κατάλογο των θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδους από την Α΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη (1976). Αξίζει να σημειωθεί εδώ το πέρασμα από τον πληθυντικό «κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες» στον ενικό, και εκκλησιολογικά ορθότερο, «Ορθόδοξη Εκκλησία» στα μετέπειτα κείμενα (1986, 2015 και 2016). Με την αλλαγή αυτή υποδεικνύεται πως η προάσπιση των χριστιανικών ιδεωδών δεν είναι υπόθεση μιας ή κάποιων τοπικών Εκκλησιών, αλλά αμετάκλητη υπόθεση όλης της Ορθοδοξίας. Επίσης, σταδιακά προσετέθησαν τα θέματα της «δικαιοσύνης» και των «λοιπών διακρίσεων», γεγονός που δείχνει πως η προσυνοδική διαδικασία είναι μια δυναμική πραγματικότητα, που ανοίγεται διαρκώς σε νέους προβληματισμούς και αγκαλιάζει νέες προκλήσεις.
[3] Βλ. τον επίσημο ιστότοπο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας https://www.holycouncil.org/home (προσπέλαση: 27 Μαΐου 2016).
[4] Στο κείμενο του 1986, η αναφορά στην «ιεραποστολή» περιοριζόταν μόνο σε μία παράγραφο (§15).
[5] «Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (2008)», στο Εκκλησία 2008/τ.10, 756-759, εδώ §4.
[6] Ι. Ζηζιούλας, «Ορθόδοξη Εκκλησία και τρίτη χιλιετία», στο Σ. Φωτίου, (επιμ.), Η υποδοχή του άλλου. Ορθόδοξες πνευματικές αξίες και Νεωτερικότητα, Αθήνα 2009, 121.
[7] Θα ήταν χρήσιμο να αναρωτηθεί κανείς εάν σήμερα υπάρχουν πιστοί που προτιμούν να χωριστούν από το εκκλησιαστικό γεγονός για ν’ ακολουθήσουν όχι τον Κύριο, αλλά την «έρημο» μιας ιδεολογικοποιημένης και απολογητικής πίστης, την ασφάλεια ενός «αγνού» - πλην όμως σεχταριστικού - Χριστιανισμού που τρομοκρατείται στην ιδέα ν’ «αγγίξει» τις πληγές και τα προβλήματα του κόσμου. Το προσυνοδικό κείμενο αγγαλιάζει, απεναντίας, την προοπτική όχι της καταδίκης, αλλά της «συνοδείας» του κόσμου και του ανθρώπου από την Εκκλησία προς τη Βασιλεία του Θεού.
[8] Ο όρος που χρησιμοποιούταν στο κείμενο του 1986 ήταν πιο ρηξικέλευθος (ίσως, όμως, και πιο προβληματικός θεολογικά), καθώς γινόταν λόγος για την «ιερότητα και θειότητα» του ανθρωπίνου προσώπου (§A.3).
[9] Η ιδέα αυτή εκφραζόταν με μεγαλύτερη καθαρότητα στο κείμενο του 2015 – που αφαιρέθηκε από το προσχέδιο του 2016: “Ο άνθρωπος, ως κορύφωσις και συγκεφαλαίωσις της θείας δημιουργίας και ως πλασθείς κατ’ εικόνα και καθ’΄ομοίωσιν του Δημιουργού του, υπήρξε δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν το καθ’ όλου περιεχόμενον της αποστολής της εις τον κόσμον και την ιστορίαν της σωτηρίας. Η αποκατάστασις του ανθρώπου εις το αρχέγονον μεγαλείον και κάλλος του «καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» και η ανακαίνισις της κτίσεως συνιστούν εν ταυτώ το σχέδιον της θείας οικονομίας» (§A.2).
[10] Το κείμενο του 1986 έδινε μεγαλύτερη έμφαση σ’ αυτή τη διάσταση, καθώς έκανε λόγο λόγο για την «οντολογική ενότητα» του ανθρωπίνου γένους (§B.1).
[11] Το κακό εμφανίζεται στον κόσμο υπό διάφορες μορφές και δεν έχει μια αυστηρά μονο-εθνική, μονο-ομολογιακή ή μονο-θρησκευτική προέλευση. Το κείμενο απαριθμεί τις διάφορες καταστάσεις όπου εμφανίζεται το κακό (εθνικισμός, πόλεμος, παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άνιση διανομή των αναγκαίων για την επιβίωση αγαθών, πείνα, βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, οικολογική κρίση, μετανάστευση κτλ.), που προκαλούνται από την κατάχρηση της ελευθερίας που δόθηκε στον άνθρωπο και που απαιτούν μια αίσθηση ευθύνης (§B.2) και κοινής δράσης, διότι «ελευθερία άνευ ευθύνης και αγάπης οδηγεί τελικώς εις την απώλειαν της ελευθερίας» (§B.3). Υπ’ αυτήν την έννοια, το κακό δεν είναι κάτι άλλο παρά η στέρηση της κοινωνίας με το Θεό και η ρήξη της θεανθρώπινης σχέσης, που οδηγεί στην υπαρκτική αστοχία.
[12] Το κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο «καθολικότητα», όρο πλούσιο εκκλησιολογικά που σημαίνει, μεταξύ άλλων, την πληρότητα της αλήθειας και την ορθότητα της πίστης, την παρουσία της Εκκλησίας σε όλο τον κόσμο, την ειρήνη, κοινωνία και την εκκλησιαστική ενότητα. Εάν, επομένως, η Εκκλησία είναι, τρόπον τινά, «παρούσα» σε όλη την οικουμένη και εάν η ειρήνη με το Θεό είναι μια προϋπόθεση για να βιώσει κανείς την πληρότητα της πίστης, μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως η τήρηση των «παγκοσμίων» αυτών χριστιανικών αξιών οδηγεί, κατά κάποιο τρόπο, σε μια ενεργή, μετοχή – κι όχι απλά ομολογία – στην αλήθεια του Χριστού.
[13] Για την χριστιανική οπτική, ο πόλεμος είναι συνέπεια της αμαρτίας (§Δ.2), δηλαδή της εγκατάλειψης του Θεού και γι’ αυτό αποτελεί απειλή για την κτίση και τη ζωή (§Δ.1).
[14] Και σ’ αυτό το σημείο το κείμενο του 1986 ήταν πιο τολμηρό. Αναφορικά στο «δικαίωμα» της Εκκλησίας να κηρύσσει δημόσια την πίστη της, υπενθυμιζόταν πως η έννοια της «ελευθερίας» δεν αφορά στο άτομο αλλά στην κοινότητα (εθνική, θρησκευτική) εντός της οποίας ο άνθρωπος διαμορφώνει την ταυτότητά του. «Η ελευθερία του ανθρώπου είναι συνδεδεμένη προς την ελευθερίαν της κοινότητος εις την οποίαν ούτος ανήκει. Εκάστη κοινότης πρέπει να εξελίσσεται και να αναπτύσσεται συμφώνως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της» (§ΣΤ.3). Η σημαντική για τις διαθρησκειακές σχέσεις διατύπωση αυτή δεν βρίσκεται στο κείμενο του 2016.
[15] Κ. Δεληκωνστανής, «Πτυχές της ιστορίας και της θεολογίας του κειμένου της ημερησίας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.orthodoxcouncil.org/-/ptyches-tes-istorias-kai-tes-theologias-tou-keimenou-tes-emeresias-diataxeos-tes-agias-kai-megales-synodou-tes-orthodoxou-ekklesias-e-apostole-tes-ort?inheritRedirect=true&redirect=%2Fmission (προσπέλαση: 14 Ιουνίου 2016).
[16] Δ. Κεραμιδάς, «Χριστιανική Ιεραποστολή και Πανορθόδοξη Σύνοδος» στο Πάντα τα Έθνη 136/2015», 6.
[17] Η Εκκλησία δεν πολιτικοποιεί την ηθική της ούτε υποστηρίζει την μία ή την άλλη ιδεολογική παράταξη. Οι χριστιανοί στηρίζουν την κοσμική εξουσία στο βαθμό που αυτή υπερασπίζεται τις αξίες που ο Χριστιανισμός αναγνωρίζει ως θεμιτές. Όταν, όμως, η αξιοπρέπεια και αξία του ανθρώπου θρυμματίζεται ή όταν η κοσμική εξουσία δεν υπηρετεί το κοινό καλό, τότε οι χριστιανοί (οφείλουν να) υψώνουν τη φωνή της διαμαρτυρίας. Η 5η παράγραφος του κειμένου αφήνει να υπονοηθεί πως υπάρχει μια διάσταση μεταξύ της νεωτερικής θεώρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της χριστιανικής έννοιας του δικαιώματος και της ευθύνης, που προϋποθέτουν την αρχή της ελεύθερης έκφρασης της θρησκευτικής πίστης και την εισαγωγή της στα κοινά αγαθά.
[18] Για παράδειγμα, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην σωτηριώδη οικονομία του Λόγου, στην οικονομία του Αγίου Πνεύματος και τη δράση της Αγίας Τριάδας, όπως είχε αναδειχθεί στο έργο σπουδαίων σύγχρονων ορθόδοξων θεολόγων, όπως του Αναστασίου Γιαννουλάτου, του Ion Bria, του Πέτρου Βασιλειάδη, του Νίκου Νησιώτη κ.α.
[19] Βλ. J. Chryssavgis, Toward the Holy and Great Council. Retrieving a Culture of Conciliarity and Communion, New York 2016, 22.
[20] Βλ. για παράδειγμα τις προτάσεις επί του κειμένου που κατέθεσε μια ομάδα 15 θεολόγων του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου»), στο http://panorthodoxcemes.blogspot.it/2016/05/some-comments-on-mission-document-by.html (προσπέλαση: 27 Μαΐου 2016). Μεταξύ των παρατηρήσεων: η ανάγκη έμφασης στην ιεραποστολή ως μαρτυρία, η διάσταση της ιεραποστολής ως «λειτουργία μετά τη Λειτουργία», ο διαθρησκειακός διάλογος και η οικονομία του Αγίου Πνεύματος, ο ενεργότερος ρόλος των γυναικών κτλ.