Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κατά την προσυνοδική φάση (Β΄ Μέρος)
Η Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1976 ψήφισε ομόφωνα μετά από εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής την πρόταση για συνέχιση της συμμετοχής των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. Επίσης προτάθηκε η προετοιμασία στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία και συγκεκριμένα περί των ορίων της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως, ώστε να επιτευχθεί μία ενιαία στάση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών σχετικά με το ζήτημα των διαχριστιανικών διαλόγων. Επιπλέον, προτάθηκε ο ευθύς καθορισμός διά πανορθοδόξου αποφάσεως των προϋποθέσεων για την παροχή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ετερόδοξους με απώτερο σκοπό την πλήρη αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, ώστε να αποφεύγονται άκαιρες και μονομερείς εκκλησιαστικές πράξεις. Συνεπώς γίνεται φανερή η ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας ενός κεντρικού συντονισμού με βάση την Ορθόδοξη κανονική παράδοση και ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε να επιτευχθεί μία ομόφωνη και συγκροτημένη θέση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στα υπό συζήτηση θέματα.[1]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι η Οικουμενική Κίνηση λαμβάνει συνεχώς νέες μορφές, προκειμένου να είναι ικανή ν' ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, συμμετέχει οργανικά και πλήρως στα προγράμματα του Συμβουλίου αρχής γενομένης από την ίδρυσή του. Αναφέρεται σε μία ανέκδοτη επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα προς τον Μητροπολίτη Κέρκυρας κ Παξών Μεθόδιο: “Διερχόμεθα αδελφέ κρισίμους εκκλησιαστικούς και κοινωνικούς καιρούς εις αντιμετώπισιν των οποίων η Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει να κατέλθει. Διότι η Ορθοδοξία ουκ εστί μόνον πίστις και παράδοσις και ζωή, αλλ' εν ταυτώ και προβολή ως χρέος προς το εαυτής Πλήρωμα εν απάση του Κυρίου δεσποτεία και εις απάντησιν προς το έξωθεν αυτή ερχόμενον αίτημα, όπως συνεχώς προάγη την αναληφθείσαν ηγεσίαν της παγχριστιανικής κινήσεως προς την μεγάλην υπόθεσιν της ενότητος των Εκκλησιών του Χριστού”.[2] Σ' αυτή τη διαδικασία λοιπόν η δημιουργική συμβολή, αλλά και η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει της αποστολικής πίστης και παράδοσης είναι αναγκαία και επιβεβλημένη[3] για μια συνεργασία πρωτίστως στον τομέα του λεγόμενου πρακτικού Χριστιανισμού, διακηρύσσοντας ότι οι δογματικές διαφορές δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο στις κοινές δραστηριότητες των Εκκλησιών.[4]
Σημειώνει λοιπόν το προαναφερθέν κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» αναφορικά με την σχέση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Οικουμενικής Κινήσεως:
ΘΕΣΗ Ε (παρ.4): “Η Ορθόδοξος Εκκλησία, αδιαλείπτως προσευχομένη υπέρ της των πάντων ενώσεως, εκαλλιέργει πάντοτε τον διάλογον μετά των εξ αυτήν διεστώτων, των εγγύς και των μακράν, επρωτοστάτησε μάλιστα εις την σύγχρονον αναζήτησιν οδών και τρόπων της αποκαταστάσεως της ενότητος των εις Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε της Οικουμενικής Κινήσεως από της εμφανίσεως αυτής και συνετέλεσεν εις την διαμόρφωσιν και περαιτέρω εξέλιξιν αυτής... Διό, η Ορθόδοξος συμμετοχή εις την κίνησιν προς αποκατάστασιν της ενότητος των Χριστιανών ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την φύσιν και την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλ' αποτελεί συνεπή έκφρασιν της αποστολικής πίστεως και παραδόσεως, εντός νέων ιστορικών συνθηκών”.[5]
Το παραπάνω απόσπασμα αναφέρεται κυρίως στις πρωτοβουλίες του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, ο οποίος μέσω των Συνοδικών Πατριαρχικών Εγκυκλίων του 1902[6] και του 1904 και κυρίως του 1920[7], η οποία αποδίδεται στον τοποτηρητή του Θρόνου Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο, το Φανάρι ζητούσε από τις αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες έναν πρωτογενή εσωτερικό διάλογο, ώστε να διαπιστωθούν που τα όμοια και που τα ανόμοια θεολογικά σημεία μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των άλλων Χριστιανικών παραδόσεων και ομολογιών. Ειδικότερη αναφορά γίνεται στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων μετά της Αγγλικανικής, Παλαιοκαθολικής, Ρωμαιοκαθολικής και Αρμενικής Εκκλησίας, ενώ αργότερα θα προστεθεί και η Λουθηρανική. Είναι αναγκαίο ν' αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ είχε βαθιά γνώση της εσωτερικής διάσπασης, που είχε επέλθει εντός της Ορθοδοξίας λόγω του εθνοφυλετισμού, εξαιτίας δηλαδή της δράσης και των ενεργειών των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην Εγκύκλιο: “Σκοποί και υπολογισμοί κοσμικώτερον και φυλετικώτερον έχοντες χαρακτήρα και τοις ιεροίς Αποστολικοίς και Συνοδικοίς κανόσιν αντιμαχόμενοι τείνουν να διασπάσουν εις μέρη και τμήματα από φυλετικών παραδόσεων και γλωσσικών ιδιωμάτων γνωριζόμενα”. Ο Ιωακείμ Γ΄ λοιπόν πρώτα έθεσε το ζήτημα της ενότητας των Ορθοδόξων και δευτερευόντως το ζήτημα “των σχέσεων μετά των δύο μεγάλων του Χριστιανισμού αναδενδράδων, της Δυτικής δηλονούν και της των Διαμαρτυρομένων Εκκλησίας”, με απώτερο σκοπό την εξεύρεση τρόπων “φιλικής και αμοιβαίας προσπελάσεως” των δυσκολιών,[8] καθότι και αυτοί “τη Παναγία Τριάδι πιστεύοντες και τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του Θεού σωθήναι ελπίζουσιν”.[9] Συγκεκριμένα η πρώτη ενέργεια σύσφιξης των διορθοδόξων σχέσεων, σύμφωνα με το πνεύμα του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ήταν το Πανορθόδοξο Συνέδριο που συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη το 1923 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄, «εν μέσω σκληροτάτων δοκιμασιών του ποιμνίου και των ποιμένων των μικρασιατικών επαρχιών του Θρόνου», προβάλλοντας έτσι «την οικουμενικήν αυτού αυτοσυνειδησίαν, ήτις του επιβάλλει να αρθή υπεράνω του προσωπικού του σταυρού προς εκπλήρωσιν διορθοδόξου διακονίας» και η δεύτερη ενέργεια ήταν η συνάντηση της Προκαταρκτικής Διορθοδόξου Επιτροπής στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος το Μάϊο του 1930.[10]
Στη συνέχεια το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε ένα βήμα παραπάνω ζητώντας την ίδρυση της Κοινωνίας των Εκκλησιών (ένα όραμα που προηγήθηκε της ίδρυσης του Π.Σ.Ε. το 1948 στο Άμστερνταμ) σύμφωνα με το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών, που πρόσφατα είχε καθιερωθεί στη διεθνή διπλωματία και πολιτική. Πίσω από τη συγκεκριμένη δράση ήταν η ακούραστη εκκλησιαστική φυσιογνωμία και γραφίδα του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων Γερμανού Στρυνόπουλου, οποίος ενσάρκωνε τον ζήλο και τις εν γένει προσπάθειες να φέρει την Χριστιανική Ανατολή σε σχέση διαλόγου με την Χριστιανική Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μία περίοδο που ο κόσμος χωρίζονταν σε δημοκρατικές, κομμουνιστικές και φασιστικές κοινωνίες με αποκορύφωμα το ξέσπασμα των δύο παγκόσμιων πολέμων.
Αναγράφεται στον Κώδικα Πρακτικών της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αριθμ. 992 Α – Β, σελ. 26-27 σχετικά με την εγκύκλιο του 1920. Καταρχήν στην πρόταση του τοποτηρητή Μητροπολίτη Δωροθέου το σύνολο των συνοδικών αρχιερέων ήταν θετικό. Μεταξύ αυτών ξεχώρισαν ο Φιλαδελφείας Χρυσόστομος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), ο Καισαρείας Νικόλαος και ο Αγκύρας Γερβάσιος. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου: “Χάριν του υψίστου σκοπού της ενώσεως τόσον εν τω πρακτικώ, όσον και εν τω θεωρητικώ και δογματικώ μέρει, να προβώμεν εις παραχωρήσεις τινάς, συγκαταβαίνοντες τις τας αδυναμίας των λαών, εις την πτωχείαν της γλώσσης αυτών προς διατύπωσιν δογματικών υψηλών εννοιών και εις έθιμα απ' αιώνων επικρατήσαντα και των οποίων η άρσις δεν θα είναι δυνατόν να γίνει αμέσως χωρίς να απειληθώσι σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των μελών της μίας και της αυτής Εκκλησίας. Εις τα επουσιώδη λοιπόν αφήνοντες ελευθέραν εκάστην Εκκλησίαν, δυνάμεθα, παρ' όλην την διαφωνίαν και ασυμφωνίαν να συμφωνήσωμεν εις τα ουσιώδη, αρκεί μόνον αι ούτω διιστάμεναι Εκκλησίαι να εξηγήσωσιν ημίν τι εννοούσιν υπό την τοιαύτην ή τοιαύτην διαφοράν”.[11] Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο η απομάκρυνση κάθε δυσπιστίας και η ανάπτυξη ενδιαφέροντος για την ευστάθεια των Εκκλησιών “ως συγγενών και οικείων εν Χριστώ”, πράγμα που φανερώνεται στην αλληλοβοήθεια και στη συναντίληψη σε στιγμές ανάγκης. Επίσης αποφασίστηκε μέσα στο πλαίσιο αυτό η μία Εκκλησία να παραχωρεί στην άλλη ευκτήριους οίκους και κοιμητήρια, να διακονήσουν στο ζήτημα των μικτών γάμων και να εργαστούν από κοινού στον τομέα της φιλανθρωπίας, των υποτροφιών, της ανταλλαγής φοιτητών. Στο κάλεσμα αυτό του Οικουμενικού Πατριαρχείου απάντησαν διά επιστολής ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός, ο Πατριάρχης Αντιοχείας Γρηγόριος, ο Βελιγραδίου Δημήτριος, ο Μητροπολίτης Βουκουρεστίου και Πριμάτος Ρουμανίας Μύρων Κριστέα, ο Μητροπολίτης Μαυροβονίου Μητροφάνης, οι οποίοι ευχήθηκαν για την ευόδωση της πρωτοβουλίας περί της προσεγγίσεως και ενώσεως όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών.[12] Το αυτό έπραξαν με καθυστέρηση και οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες διά επίσημης επιστολογραφίας, πλην του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας για άγνωστους λόγους. Γράφει συγκεκριμένα ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος στις 21 Μαρτίου 1920 χαρακτηρίζοντας την εν λόγω πρωτοβουλία του Οικουμενικού Θρόνου: “Όθεν ουδέν ισχύει κατά του ηυλογημένου τούτου και μοναδικού έργου, όταν μάλιστα και οι τετιμημένοι υπουργοί αυτού και ζηλωταί της υψίστης και ιδεωδεστάτης Χριστιανικής εντολής μετά πραότητος, νηφαλιότητος, ηρεμίας, καλοκαγαθίας και δικαιοσύνης ενωθώσι και συνεργασθώσιν ανοίγοντες αλλήλοις τας καρδίας αυτών και χειραγωγούμενοι υπό του Ι. Ευαγγελίου”.[13]
Ποιός ήταν λοιπόν ο απώτερος σκοπός και η πρωτογενής αιτία σύνταξης αυτής της Εγκυκλίου; Η απάντηση είναι πολύ απλή, όπως φαίνεται και μέσα από τις ίδιες της πηγές της Πατριαρχικής βιβλιοθήκης. Η ποιμαντική φροντίδα για τις πολύπτυχες ανάγκες του δοκιμαζόμενου Ορθόδοξου ποιμνίου της και η πεποίθηση της ότι μόνο με μια συνεργασία παγκοσμίου επιπέδου θα ήταν δυνατόν οι Εκκλησίες να αντιτάξουν λόγο έναντι των ισχυρών του αιώνος τούτου.
***
ΕΡΩΤΗΜΑ Δ (παρ.16-21): Τι είναι το Π.Σ.Ε. και η Οικουμενική Κίνηση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ένα από τα κυριότερα όργανα της Οικουμενικής Κινήσεως στην σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία είναι το Π.Σ.Ε., στο οποίο αναφέρεται εκτενώς το κείμενο που θα συζητηθεί στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Τι είναι όμως ακριβώς το Π.Σ.Ε. περί ου πολύς λόγος γίνεται; “Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι μία κοινότητα εκκλησιών που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα κατά τας Γραφάς, και επομένως επιδιώκουν να εκπληρώσουν από κοινού την κοινή τους κλήση προς δόξαν του ενός Θεού”.[14] Αναφέρουν στη μελέτη που συνέταξαν, ύστερα από εντολή της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, οι καθηγητές Θεοδώρου, Καρμίρης, Κονιδάρης, Νησιώτης: “Διά του όρου οικουμενική κίνησις χαρακτηρίζεται πάσα προσπάθεια συνεργασίας μεταξύ Χριστιανών ανηκόντων εις διαφορετικάς χριστιανικάς ομολογίας, καθώς και πάσα επίσημος διεκκλησιαστική επαφή και θεολογική συζήτησις μέσω επισήμως διορισθέντων αντιπροσώπων διαφόρων Εκκλησιών με σκοπόν την προώθησιν της υποθέσεως της χριστιανικής και εκκλησιαστικής ενότητος και της από κοινού εκκλησιαστικής ζωής και της ιεραποστολικής δράσεως εις τον σύγχρονον κόσμον”.[15]
Το Π.Σ.Ε. λοιπόν είναι ένα συγκεκροτημένο, διαχριστιανικό, σώμα αποτελούμενο από 345 Εκκλησίες – μέλη, προερχόμενες από 110 χώρες και εκπροσωπώντας σχεδόν 500 εκ. ανθρώπους, το οποίο ιδρύθηκε το 1948 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί 10 Γενικές Συνελεύσεις. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκτός της Εκκλησίας της Γεωργίας και της Βουλγαρίας που αποχώρησαν από το Συμβούλιο το 1997 και 1998 αντίστοιχα, συμμετέχουν πλήρως στο σύνολό τους,[16] χωρίς ωστόσο ν' αποδέχονται την ισότητα των ομολογιών και χωρίς να επιδιώκουν την ενότητα μέσα από ένα σχήμα δογματικής διομολογιακής προσαρμογής. Η βάση της ενότητας είναι “η εν τοις μυστηρίοις τηρουμένης και βιουμένης εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ενότητος της πίστεως”, σύμφωνα με το επίσημο κείμενο.
Το Συμβούλιο δεν είναι και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να λειτουργεί ή να δρα ως υπέρ – Εκκλησία. Σκοπός του Συμβουλίου είναι να φέρνει τις Εκκλησίες – μέλη σε ζώσα επαφή και συνεχή θεολογικό διάλογο, καθώς οι ίδιες οι Εκκλησίες είναι αυτές που θα επιτύχουν ή όχι εξ ιδίων πρωτοβουλιών την ενότητα, και όχι το Π.Σ.Ε. αυτό καθ' αυτό, το οποίο δεν έχει καμία αρμοδιότητα ούτε να επιβάλλει, ούτε να υποχρεώνει συμβατές συμφωνίες στις Εκκλησίες – μέλη και το οποίο σε τελική ανάλυση συγκροτείται από τις ίδιες τις Εκκλησίες. Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν το λεγόμενο άρθρο – βάση του καταστατικού χάρτη λειτουργίας του Π.Σ.Ε.[17]
Ειδικότερα η Οικουμενική Κίνηση λοιπόν με κυριότερους θεσμικούς φορείς το Π.Σ.Ε. και την Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (Κ.Ε.Κ.) εκφράζει την προσπάθεια υπέρβασης του χριστιανικού σχίσματος. Μία όμως αντικειμενική δυσκολία είναι ότι το Συμβούλιο συγκροτείται από Εκκλησίες που διέπονται από διαφορετικές εκκλησιολογικές αρχές, κουλτούρες και παραδόσεις. Για ν' αντιμετωπίσουμε συνολικά όμως το πρόβλημα του σχίσματος, προκειμένου να το θεραπεύσουμε, πρέπει πρώτα να είμαστε σε θέση να διαθέτουμε μία κοινή αντίληψη περί της φυσιολογίας του προβλήματος και μία κοινή θεολογική γλώσσα και ορολογία, ώστε να περιγράψουμε με σαφήνεια και χωρίς παρεξηγήσεις το αυτό πρόβλημα. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι μέχρι στιγμής έχουν προταθεί τρία σχήματα – μορφές εκκλησιαστικής ενότητας: 1) οργανική ενότητα (organic unity), 2) κατηλλαγμένη κοινωνία (reconciled fellowship), 3) συνοδική κοινωνία (conciliar fellowship).
***
ΕΡΩΤΗΜΑ Ε (παρ.19): Ποια Εκκλησία έχει δικαίωμα συμμετοχής στο Π.Σ.Ε.;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αυτή που αναγνωρίζει τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα κατά τας Γραφάς και ομολογεί τον εν Τριάδι Θεό, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα κατά το σύμβολο Νικαίας – Κων/πόλεως. Σαφέστατα αρχικά το Συμβούλιο χρησιμοποίησε το παράδειγμα της Χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας, όταν έπρεπε να βρεθεί ένα νέο θεμέλιο μετά την πτώση του corpus Christianum ως θεμέλιο του χριστιανικού πολιτισμού στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.[18] Σ' αυτή την Χριστοκεντρικότητα τρία στοιχεία διακρίνουμε: α) την ομολογία στον Ιησού Χριστό, β) την ενότητα του λαού και γ) την κλήση για μαρτυρία και διακονία σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα.[19] Χάρη όμως στη συμβολή των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ορθοδόξου θεολογίας δόθηκε έμφαση στην Τριαδολογία (Λένινγκραντ 1959), στον ρόλο του Αγίου Πνεύματος (Νέο Δελχί 1961), στην έννοια της λειτουργίας μετά τη λειτουργία (Αρμενία 1975), στην λειτουργική διακονία (Κρήτη 1978), στην έννοια της συνοδικότητας σε σχέση με την ενότητα (Βανκούβερ 1983), στον συναινετικό τρόπο λήψης των αποφάσεων διά της μεθόδου του consensus (Πόρτο Αλέγκρε 2009). Όλα τα παραπάνω στοιχεία είχαν ως συνέπεια την αλλαγή κατεύθυνσης του Συμβουλίου αποκτώντας έναν χαρακτήρα ολιστικό και ολοκληρωμένο.
[1] Μητροπολίτη Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου – Η Ορθοδοξία ενώπιον της τρίτης χιλιετίας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ. 172-174.
[2] Βλ., Αθηναγόρας ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, Αριθμ. Πρωτ.810/1960.
[3] Πρβλ., Κεραμιδά Δ., Ιεραποστολή και Διαθρησκειακός Διάλογος στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965), εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2012.
[4] Τσέτση Γ., Οικουμενικά Ανάλεκτα – Συμβολή στην Ιστορία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σελ. 74-75.
[5] όπ. παρ., “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον”, σελ.1. Πρβλ., Tsetsis G. (ed.), “Orthodox Involvement in the World Council of Churches”, στο Orthodox Thought – Reports of Orthodox Consultations organized by the World Council
of Churches 1975-1982, εκδ. WCC, Geneva 1983, σελ. 67-76.
[6] Τσέτση Γ., Ιωακείμ ο Γ΄ και η Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902. Σκέψεις και Προβληματισμοί επί τη συμπληρώσει εκατονταετίας από της εξαπολύσεώς της (1902-2002), ανάτυπο από την Επιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, Αθήνα 2002, τομ. Ε΄, σελ. 609-622.
[7] Visser 't Hooft, Memoirs, εκδ. WCC, Geneva 1973, σελ. 254.
[8] Τσέτση Γ., (επιμ.), Οικουμενικός Θρόνος και Οικουμένη – Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1989, σελ. 26-34.
[9] όπ. παρ., Τσέτση Γ., (επιμ.), Οικουμενικός Θρόνος και Οικουμένη – Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, σελ. 38-45.
[10] Τσέτση Γ., «Ιωακείμ Γ΄και η Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902 – Σκέψεις και Προβληματισμοί επί τη συμπληρώσει εκατονταετίας από της εξαπολύσεώς της 1902-2002», ανάτυπο από την Επιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, τομ. Ε΄ (2002), σελ. 617-618.
[11] Τσέτση Γ., Η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σελ. 77.
[12] όπ. παρ., Τσέτση Γ., Η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, σελ. 82-85.
[13] όπ. παρ., Τσέτση Γ., Η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, σελ. 256.
[14] Λαιμόπουλου Γ., Δομή και Λειτουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 22.
[15] Ι. Καρμίρη, Γ. Κονιδάρη, Ε. Θεοδώρου, Ν. Νησιώτη, Εργασία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος επί του 9ου θέματος της ημερήσιας διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ήτοι :Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνηση, σελ.1.
[16] Παπαδερού Αλ., Οικουμενισμός: Κλήση και Πρόκληση, εκδ. Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, Κολυμπάρι – Χανιά 1984, σελ. 19.
[17] Metropolite de Suisse Damaskinos (Papandreou), “L' Orthodoxie et l'Oecumenisme”, στο Orthodoxie et Mouvement Oecumnique, στη σειρά Etudes Theologiques vol.6, εκδ. Centre Orthodoxe du Chambesy, Geneva 1986, σελ. 29-34.
[18] Παπαδόπουλος Αντ., “Τα σύγχρονα θρησκευτικά κινήματα κίνδυνος για τον πνευματικό προσανατολισμό της Ευρώπης”, στο Ο Πνευματικός Προσανατολισμός της Ευρώπης, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 253-266.
[19] Raiser K., Το μέλλον του Οικουμενισμού. Αλλαγή παραδείγματος στην Οικουμενική Κίνηση;, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 81.