Το βαθύτερο νόημα της οικουμενικής συνάντησης της Μυτιλήνης
Πέτρου Βασιλειάδη
Αν οι εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει ευχάριστα ο Πάπας Φραγκίσκος με τις κατά καιρούς δηλώσεις του, τις εγκυκλίους του, αλλά και τις βαθύτατα κοινωνικές ενέργειές του (με τελευταία τη συμβολική παραλαβή 10 Σύριων προσφύγων στο αεροσκάφος που θα τον μετέφερε πίσω στη Ρώμη) είναι αναμφισβήτητες, και αν η διεθνής ακτινοβολία, οι οικολογικές πρωτοβουλίες και ο διακαής πόθος για ενότητα τόσο της Ορθοδοξίας, όσο και ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου, του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου μας γεμίζει σαν Έλληνες και Ορθοδόξους με αισιοδοξία, η παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου στην οικουμενική συνάντηση της Μυτιλήνης είναι ασφαλώς το γεγονός που πρέπει επίσης να επισημανθεί και επιβραβευθεί, πέραν ασφαλώς της εξομάλυνσης των σχέσεων Φαναρίου-Αθηνών εν όψει της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Ιούνιο στην Κρήτη (εξαιρετικής σημασίας είναι η Κοινή Διακήρυξη των τριών Προκαθημένων και ιδιατέρως οι αναφορές για ενότητα - ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ)
Ο κ. Ιερώνυμος είναι ο πρώτος προκαθήμενος της πρόσφατης ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που βγάζει επίσημα την Εκκλησία του από την μίζερη ξενοφοβική και αντι-οικουμενική απομόνωση. Είχε προηγηθεί, βέβαια, η γενναία ατομική πρωτοβουλία του μακαριστού προκατόχου του κυρού Χριστοδούλου να συναινέσει στην επιθυμία του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄ να επισκεφθεί την Ελλάδα το 2001, να ανταποδώσει την επίσκεψη στο Βατικανό και να επισκεφθεί την έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στη Γενεύη αμέσως μετά, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια περισσότερο εξωστρεφή παρουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι αντιδράσεις τις μέρες αυτές ορισμένων μητροπολιτών απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Πολλοί ασφαλώς εστιάζουν την προσοχή τους στον ανθρωπιστικό χαρακτήρα αυτής της πρωτοβουλίας. Όλες οι ενέργειες, ωστόσο, εκκλησιαστικών ηγετών, οι οποίοι θέλουν να είναι συνεπείς στο λειτούργημα και την διακονία τους, και αυτό ισχύει περισσότερο για τους προκαθημένους του ανατολικού και του δυτικού χριστιανικού κόσμου, έχουν πάντοτε καθαρά θρησκευτικό, και στην προκειμένη περίπτωση εκκλησιολογικό και οικουμενικό χαρακτήρα. Και αυτόν ακριβώς θα επιχειρήσω να αναδείξω μέσα από τις αναφορές, αλλά κυρίως του συνειρμούς, ενός άλλου ταξιδιού πριν από 1.960 χρόνια στη Μυτιλήνη, εκείνου του αποστόλου των εθνών Παύλου.
Tο 20ο κεφ. των Πράξεων των Αποστόλων του ευαγγελιστή Λουκά, που περιγράφει το μεγαλύτερο τμήμα της 3ης ιεραποστολικής περιοδείας του Αποστόλου Παύλου (19:21εξ), αρχίζει με τη Μακεδονία και τη Νότια Ελλάδα, όπου έμεινε τρεις μήνες (20:1-2).
«Κατόπιν σκόπευε να πάει με πλοίο στη Συρία», την περιοχή δηλαδή που και σήμερα αποτελεί το σημείο αιχμής της προσφυγικής κρίσεως. Αποφάσισε όμως «να επιστρέψει περνώντας από τη Μακεδονία. Στο ταξίδι του τον συνόδευαν μέχρι την Ασία ο Σώπατρος, που καταγόταν από τη Βέροια, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από τους Θεσσαλονικείς, ο Γάιος, που καταγόταν από τη Δέρβη, ο Τυχικός και ο Τρόφιμος, που κατάγονταν από την επαρχία της Ασίας, και ο Τιμόθεος» (20:3-4). Στη συνέχεια ακολουθεί ένα από τα ονομαζόμενα στην βιβλική επιστήμη «ημείς-εδάφια», από τα οποία συνάγεται η παρουσία με καταγραφή σημειώσεων του Λουκά, και το επεισόδιο με τον Εύτυχο στην Τρωάδα (20:7-12), για να συνεχίσει ο Λουκάς την περιγραφή της επίσκεψης στην Μυτιλήνη (20:14), τη Χίο και τη Σάμο (20:15), τα μέρη δηλαδή της μαζικής υποδοχής μεταναστών και προσφύγων, κυρίως από τη Συρία.
Όλα αυτά έλαβαν χώρα, σύμφωνα με τις πλέον έγκυρες απόψεις ιστορικών και ερμηνευτών της Καινής Διαθήκης, την άνοιξη του 56 μ.Χ., 1.960 δηλαδή ακριβώς χρόνια πριν από την φετινή ιστορική επίσκεψη των τριών προκαθημένων στη Μυτιλήνη. Κατά τον Λουκά «ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει την Έφεσο, για να μη χρονοτριβήσει στην επαρχία της Ασίας· βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, αν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής» (Πράξεις 20:17), περνώντας διαδοχικά από Μίλητο, Κω, Ρόδος, Πάταρα, Τύρο, Πτολεμαΐδα, Καισαρεία.
Το ερώτημα που απασχόλησε τους ερμηνευτές του βιβλίου των Πράξεων ήταν ο λόγος αυτής της χωρίς άλλες λεπτομέρειες περιπλάνησης του Παύλου, ο σαφής χρονικός προσδιορισμός (Πεντηκοστή) της κατάληξης της περιοδείας του, αλλά και η αναφορά του τόπου προέλευσης των συνοδών του. Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα την απάντηση δίνουν οι σαφείς και ιστορικά πλέον αξιόπιστες αναφορές των αδιαφιλονίκητων επιστολών του αποστόλου Παύλου για το πρόγραμμα της λογείας, της οικονομικής δηλαδή ενίσχυσης των ενδεών της Παλαιστίνης πρωτοχριστιανικής κοινότητας. Το πρόγραμμα αλληλεγγύης αυτό των εξ εθνών χριστιανικών κοινοτήτων ο συγγραφέας των Πράξεων αποφεύγει να συσχετίσει με την μετάβαση του Παύλου στα Ιεροσόλυμα κατά την τελευταία ιεραποστολική του περιοδεία. Το Ρωμ 15:24εξ, εντούτοις, δεν αφήνει αμφιβολία, ότι σκοπός αυτού του ταξιδιού ήταν η μεταφορά της λογείας. Του πρωτοποριακού προγράμματος που διεξοδικά αναπτύσσεται τόσο ως προς το ιστορικό, όσο και ως προς το θεολογικό του μέρος, στις μεγάλες και, από κάθε άποψη αδιαφιλονίκητες, επιστολές του αποστόλου Παύλου. Τα χωρία αυτά κατά χρονολογική σειρά είναι τα εξής: Γαλ 2:10· Α´ Κορ 16:1-4· Β´ Κορ 8-9· Ρωμ 15:25-32. Υπάρχουν, εντούτοις, και έμμεσες αναφορές, που σχετίζονται τόσο με τη λογεία καθαυτή, όσο και με παράλληλες σχετικές εκδηλώσεις του αρχέγονου χριστιανισμού στα στις Πράξεις (11:27-30· 12:25· 20:33εξ· 24:17. Πρβλ. επίσης Εβρ 6,10).
Στην προς Γαλάτας διασώζεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πολυσυζητημένη, όπως παρατηρήσαμε, αναφορά για τη λογεία. Στο τέλος ακριβώς αυτού, που κατά κοινή σχεδόν ομολογία θεωρείται η παύλεια εκδοχή της Αποστολικής Συνόδου, διαβάζουμε: «μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὅ καί ἐσπούδασα αὐτό τοῦτο ποιῆσαι» (Γαλ 2:10). Τη δεύτερη χρονικά μαρτυρία για τη λογεία τη βρίσκουμε στην Α´ Κορινθίους. Προς το τέλος της επιστολής, δίνοντας προφανώς ορισμένες διευκρινίσεις σε συγκεκριμένο ερώτημα των χριστιανών της Κορίνθου, ο απόστολος Παύλος, χρησιμοποιώντας για πρώτη και μοναδική φορά τον όρο «λογεία», γράφει: «Περί δέ τῆς λογείας τῆς εἰς τούς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας, οὕτως καί ὑμεῖς ποιήσατε, κατά μίαν σαββάτου ἕκαστος ὑμῶν παρ' ἑαυτῷ τιθέτῳ θησαυρίζων ὅ,τι ἐάν εὐοδῶται, ἵνα μή, ὅταν ἔλθω, τότε λογείαι γίνωνται, ὅταν δέ παραγένωμαι, οὕς ἐάν δοκιμάσητε, δι' ἐπιστολῶν τούτους πέμψω ἀπενεγκεῖν τήν χάριν ὑμῶν εἰς Ἱερουσαλήμ· ἐάν δέ ἄξιον ᾗ τοῦ κἀμέ πορεύεσθαι, σύν ἐμοί πορεύσονται» (Α´ Κορ 16:1-4). Η εκτενέστερη αναφορά στην οικονομική αυτή εξόρμηση του αποστόλου Παύλου βρίσκεται στην επιστολή, η οποία έχει κατακυρωθεί στον κανόνα της Κ.Δ. ως Β´ προς Κορινθίους. Η δεύτερη από τις τρεις μεγάλες ενότητες της επιστολής αυτής, αποτελούμενη από δυο ολόκληρα κεφ. (8-9), αναφέρεται λεπτομερειακά στην αναγκαιότητα, την διαδικασία μεταφοράς της (ένας εκλεγμένος εκπρόσωπος από κάθε κοινότητα και ένας του ίδιου του Παύλου [Β΄Κορ 8: 16εξ], αφού πίστευε στην πλήρη διαφάνεια, «φροντίζοτας οι αποφάσεις…να είναι σωστές και απέναντι στον Κύριο αλλά και απέναντι στους ανθρώπους» [Β΄Κορ 8:21]), κυρίως όμως στη θεολογική σημασία, αλλά και τις κοινωνικές επιπτώσεις της λογείας.
Τέλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, και σε συνδυασμό με τα σχέδιά του για επέκταση της ιεραποστολής προς την Ισπανία μέσω Ρώμης, διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα για το πρόγραμμα της λογείας: «Νυνί δέ πορεύομαι εἰς Ἱερουσαλήμ διακονῶν τοῖς ἁγίοις, εὐδόκησαν γάρ Μακεδονία καί Ἀχαΐα κοινωνίαν τινά ποιήσασθαι εἰς τούς πτωχούς τῶν ἁγίων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ· εὐδόκησαν γάρ καί ὀφειλέται εἰσίν αὐτῶν· εἰ γάρ τοῖς πνευματικοῖς αὐτῶν ἐκοινώνησαν τά ἔθνη, ὀφείλουσι καί ἐν τοῖς σαρκικοῖς λειτουργήσω αὐτοῖς, τοῦτο οὖν ἐπιτελέσας καί σφραγισάμενος αὐτοῖς τόν καρπόν ταὐτόν, ἀπελεύσομαι δι' ὑμῶν εἰς τήν Σπανίαν· οἶδα δέ ὅτι ἐρχόμενος πρός ὑμᾶς ἐν πληρώματι εὐλογίας Χριστοῦ ἐλεύσομαι. Παρακαλῶ δέ ὑμᾶς, [ἀδελφοί,] διά τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς ἀγάπης τοῦ πνεύματος συναγωνίσασθαί μοι ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπέρ ἐμοῦ πρός τόν Θεόν, ἵνα ρυσθῶ ἀπό τῶν ἀπειθούντων ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, καί ἡ διακονία μου ἡ εἰς Ἱερουσαλήμ εὐπρόσδεικτος γένηται τοῖς ἁγίοις, ἵνα ἐν χαρᾷ ἔλθω πρός ὑμᾶς διά θελήματος Θεοῦ συναναπαύσωμαι ὑμῖν» (Ρωμ 15:25-32).
Ο συγγραφέας, όμως, των Πράξεων διασώζει στο κείμενο της προσευχής του αποστόλου Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Μιλήτου και έναν έμμεσο και ασαφή υπαινιγμό για το παύλειο πρόγραμμα της λογείας: «ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα· αὐτοί γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὔσιν μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὐταί. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτως κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων...» (Πραξ 20, 3,33).
Σαφέστερος είναι ο υπαινιγμός που διασώζεται στο λόγο του Παύλου προς τον Φήλικα: «δ' ἐτῶν δέ πλειόνων ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τό ἔθνος μου παρεγενόμην καί προσφορᾶς...» (Πραξ 24,17). Χαρακτηριστική μάλιστα είναι και η μαρτυρία του Λουκά για την υστεροβουλία του Φίληκα: «ἄμα καί ἐλπίζω ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῶ ὑπό τοῦ Παύλου· διό καί πυκνότερον αὐτόν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ» (Πραξ 24,26).
Ο θεολογικός, λοιπόν, χαρακτήρας της λογείας αναλύεται εκτενώς στην ενότητα Β´ Κορ 8-9. Εκεί φαίνεται σαφώς, ότι παρά το γεγονός ότι η παύλεια λογεία διαμορφώθηκε με βάση τον ιουδαϊκό φόρο του διδράχμου, ήταν ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος ο οποίος κατέστησε το εν λόγω πρόγραμμα μοναδικό στην παγκόσμια θρησκευτική και κοινωνική ιστορία. Η παύλεια λογεία είχε οικουμενικά, εκκλησιολογικά και εσχατολογικά χαρακτηριστικά. Είχε ως στόχο την ενότητα των πάντων, έθετε τους εξ Ιουδαίων και τους εξ εθνών χριστιανούς σε σχέση αμοιβαιότητας και ισότητας, και εθεωρείτο ως το «εσχατολογικό προσκύνημα» των εξ εθνών χριστιανών στα Ιεροσόλυμα εν όψει της ερχόμενης βασιλείας του Θεού. Ωστόσο, ο κύριος και απώτερος στόχος της ήταν κοινωνικός. Σε αντίθεση από το παλαιστινό πρότυπο – όπου υπήρχε η πρακτική της οικειοθελούς πενίας και κοινοκτημοσύνης, με τα υλικά αγαθά, την όποια ιδιοκτησία και τα υπάρχοντα να πωλούνται και τα έσοδα να διανέμονται σε όλους (Πραξ 2:44εξ· 5:1εξ) – το μοντέλο της παύλειας λογείας στόχευε στην διανομή του πλεονάσματος στους φτωχούς της ευρύτερης κοινωνίας. Με αυτή την έννοια τελική στόχευση του προγράμματος της λογείας ήταν η «ισότητα» (ὅπως γένηται ἰσότης, Β΄ Κορ 8:14). Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Παύλου στο Β΄ Κορ 8-9, σκοπός της λογείας ήταν η πραγματοποίηση του κοινωνικού ιδεώδους της ισοκατανομής και της διαρκούς κοινωνίας των υλικών αγαθών. Γι’ αυτό, ο Παύλος ολοκληρώνει το βασικό θεολογικό του επιχείρημα αναφερόμενος στο περιστατικό της συλλογής του μάννα από τους Ισραηλίτες στην έρημο, στο Εξ 16:18 – «ὁ τὸ πολὺ οὐκ ἐπλεόνασε, καὶ ὁ τὸ ὀλίγον οὐκ ἠλαττόνησε» (Β΄ Κορ 8:15), προάγοντας με τον τρόπο αυτό μιαν αντίληψη περί της «οικονομίας της επάρκειας», που στη σύγχρονη εποχή τόσο Ρωμαίος Ποντίφικας, όσο κυρίως ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά και η πρόσφατη υπό ψήφιση στην Πανορθόδοξη Σύνοδο ιεραποστολική διακήρυξη (Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω) λεπτομερώς πραγματεύονται.
Στόχος, επομένως, του παύλειου προγράμματος, που κάλυπτε ασυγκρίτως μεγαλύτερο τμήμα της πρωτοχριστιανικής δραστηριότητας από αυτό που περιγράφουν οι Πράξεις, και που χαρακτηρίζεται κυρίως ως χάρις, κοινωνία, διακονία, ήταν η ισοκατανομή και διαρκής κοινωνία των υλικών αγαθών. Η ρεαλιστική αυτή λύση, που πρόσφερε στην τότε κοινωνία ο παύλειος χριστιανισμός, σε σχέση τόσο με το ριζοσπαστισμό της κοινοκτημοσύνης ή της ακτημοσύνης του παλαιστινού χριστιανισμού της συνοπτικής παράδοσης και των Πράξεων, όσο και με το μυστικισμό της ιωάννειας παράδοσης, αποτέλεσε ουσιαστικά τη βάση, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η μετέπειτα θριαμβευτική ανάδυση του χριστιανισμού μέσα από τα ερείπια του αρχαίου κόσμου.
Στη σημερινή, βέβαια, εκκλησιαστική πρακτική, τόσο στην Ανατολή (Δίσκος), όσο και στη Δύση (Kollekt, Collection) η λογεία μετατράπηκε σε έναν υποβαθμισμένο θεσμό, αποστερημένο από τις κοινωνικές και οικουμενικές διαστάσεις, τις οποίες του είχε προσδώσει απόστολος των εθνών. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις έχει εκφυλιστεί σε τέτοιο βαθμό (συλλογή χρημάτων για αποκλειστική θρησκευτική χρήση), που στην ουσία επαναλαμβάνει τις πρακτικές που δυναμικά υπερέβη ο απόστολος. Θα ήταν εξαιρετικής σπουδαιότητας για την παγκόσμια χριστιανική μαρτυρία, αλλά και τον παγκόσμιο πολιτισμό, η αναβίωση από την Εκκλησία του σημαντικού και ριζοσπαστικού αυτού προγράμματος στη βάση της παύλειας θεολογικής επιχειρηματολογίας του 8ου κεφ. της Β’ Κορινθίους, στην προώθηση δηλαδή του κοινωνικού ιδεώδους της ισοκατανομής και διαρκούς κοινωνίας των υλικών αγαθών, αλλά παράλληλα και της ενότητας της Εκκλησίας και της κοινωνίας (εκκλησιολογική διάσταση), όπως και της εσχατολογικής προοπτικής «της των πάντων ενώσεως», όραμα που και σήμερα ενστερνίζονται οι προκαθήμενοι της παλαιά και της νέας Ρώμης, προσβλέποντες σε μια άλλη επέτειο το 2025, τα 1700 έτη από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου στη Νίκαια πάλι θα συνήρχετο μια πραγματικά οικουμενική σύνοδος όλων των χριστιανών. Αυτής της συνόδου προάγγελο αποτελεί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για την οποία προσεύχονται αδιαλείπτως Πάπας και Πατριάρχης. Και για το λόγο αυτό λυσσαλέα αντιδρούν οι πάσης φύσεως εραστές μιας επαρχιώτικης και σεχταριστικής αντίληψης περί Εκκλησίας.